Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Ἰακώβου τοῦ ἀσκητοῦ, μεταφρασμένος στὴν νεοελληνική
Ἐπιμέλεια: Ἠλιάδης Χριστόδουλος - φιλόλογος
Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος ὁ Ἀσκητής, ἐν εἰρήνη τελειοῦται τὴν 28ην Ἰανουαρίου
Ο Ὅσιος αὐτὸς ἀφήνοντας ὅλα τὰ ἐγκόσμια, πῆγε νὰ κατοικήσει σὲ μία σπηλιὰ δίπλα σὲ μία κωμόπολη, τὴν Πορφυριώνη καὶ ἔμεινε ἐκεῖ γιὰ δεκαπέντε χρόνια. Τόσο πολὺ πρόκοψε στὴν ἀρετὴ καὶ στὴν ἄσκηση, ὥστε τὸν ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ κάνει θαύματα. Ἔβγαζε δαιμόνια, γιάτρευε ἀσθένειες καὶ ἀνίατα πάθη, ἀλλὰ ἔκανε καὶ ἄλλα διάφορα παρόμοια θαύματα. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἔγινε γνωστὸς καὶ περιβόητος στὴ γύρω περιοχὴ καὶ πολλοὶ πήγαιναν στὸ κελί του γιὰ νὰ ὠφεληθοῦν. Δὲν πήγαιναν μόνο εὐσεβεῖς, ἀλλὰ καὶ δυσεβεῖς Σαμαρεῖτες, τοὺς ὁποίους νουθετοῦσε μὲ τὶς...Θεῖες γραφὲς καὶ τοὺς ἐπέστρεφε πρὸς τὴν εὐσέβεια.
Ὁ φθονερὸς διάβολος ὅμως, βλέποντας τὴ μεγάλη ὠφέλεια ποὺ δεχόταν ὁ λαὸς ἀπ’ τὸν Ὅσιο, τὸν μίσησε καὶ προσπάθησε νὰ τὸν καταδιώξει. Χρησιμοποίησε λοιπὸν γιὰ ὄργανό του ἕναν Σαμαρείτη καὶ μπῆκε μέσα του. Αὐτὸς μάζεψε ὅλους τούς συγγενεῖς καὶ τοὺς φίλους του, μὲ τοὺς ὁποίους ἄρχισε ν’ ἀναζητεῖ τρόπους, ὥστε νὰ καταφέρει νὰ διώξει τὸν Ὅσιο ἀπ’ τὸ κελί του. Ἀφοῦ σκέφτηκαν λοιπὸν πολλὰ ἐναντίον του, κατέληξαν στὸ νὰ δώσουν εἴκοσι φλουριὰ σὲ μία πόρνη καὶ τῆς ὑποσχέθηκαν ὅτι θὰ τῆς δώσουν πολλὰ περισσότερα ἂν καταφέρει νὰ παγιδέψει τὸν Ὅσιο, ὥστε νὰ βροῦν ἀφορμὴ γιὰ νὰ τὸν διώξουν ἀπ’ τὴν περιοχή τους. Πῆγε λοιπὸν ἡ ἄσωτη γυναίκα, μόλις νύχτωσε, στὸ κελὶ τοῦ Ὁσίου, χτύπησε τὴν πόρτα καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ τὴ δεχτεῖ μέσα. Ἐκεῖνος δὲν ἤθελε νὰ τῆς ἀνοίξει, ἀλλὰ αὐτὴ ἔμεινε ἐκεῖ γιὰ πολλὴ ὥρα καὶ τὸν παρακαλοῦσε κλαίγοντας χωρὶς νὰ ντρέπεται. Ὥσπου ὁ Ὅσιος ἄνοιξε τὴν πόρτα καὶ μόλις τὴν εἶδε πίστεψε ὅτι εἶναι δαιμονικὴ ἐνέργεια. Ἔκλεισε λοιπὸν πάλι τὴν πόρτα καὶ ἄρχισε νὰ προσεύχεται, γιὰ νὰ τὸν λυτρώσει ὁ Θεὸς ἀπ’ αὐτὸν τὸν πειρασμό.
Ἡ γυναίκα ὅμως συνέχισε νὰ φωνάζει λέγοντας: «ἐλέησέ με δοῦλε τοῦ Θεοῦ, ἄνοιξέ μου γιὰ τὸν Κύριο, γιὰ νὰ μὴ μὲ φᾶνε τὰ ἄγρια ζῶα τὴ δύστυχη». Φωνάζοντας λοιπὸν μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ὡς τὰ μεσάνυχτα, τὴ λυπήθηκε, τῆς ἄνοιξε τὴν πόρτα καὶ τὴ ρώτησε, ἀπὸ ποῦ ἦταν καὶ τί ἤθελε. Αὐτὴ τοῦ ἀπάντησε: «Εἶμαι ἀπὸ τὸ διπλανὸ μοναστήρι, μὲ ἔστειλε ἡ Ἡγουμένη νὰ φέρω εὐλογίες σ’ αὐτὸ τὸ χωριὸ καὶ μὲ ’πιασε ἡ νύχτα. Γι’ αὐτὸ σὲ παρακαλῶ νὰ μὲ κρατήσεις ἐδῶ, ἕως ὅτου ξημερώσει καὶ τότε θὰ πάρω τὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς χωρὶς κινδύνους». Τὴ λυπήθηκε λοιπὸν καὶ ἀφοῦ τῆς ἔδωσε ψωμὶ καὶ νερό, τὴν ἄφησε νὰ κοιμηθεῖ στὸ ἔξω κελί, ἐνῶ αὐτὸς μπῆκε στὸ μέσα.
Αὐτή, ἀφοῦ ἔφαγε καὶ ἡσύχασε γιὰ λίγο, ἄρχισε ἔπειτα νὰ φωνάζει δυνατὰ σὰν νὰ κάποιος τὴν ἔδερνε. Ὅταν τὴ ρώτησε ὁ Ὅσιος τί ἔπαθε, αὐτὴ εἶπε ὅτι τῆς ἦρθε πολὺ δυνατὸς πόνος στὴν καρδιά, καὶ κινδυνεύει νὰ πεθάνει. Γι’ αὐτὸ τὸν παρακάλεσε νὰ βάλει τὸ χέρι του στὸ στῆθος της καὶ νὰ σταυρώσει ἐκεῖνο τὸ μέρος, μήπως καὶ σταματήσει ὁ πόνος. Αὐτός, ὡς ἄνθρωπος, τὴν πίστεψε. Γιὰ νὰ χτυπήσει ὅμως τὸν πειρασμό, ἀφοῦ ἄναψε μία φωτιά, ἔβαλε τὸ ἀριστερό του χέρι μέσα στὴ φωτιὰ καὶ μὲ τὸ δεξί του χέρι ἄλειφε τὸ στῆθος της μὲ λάδι ἀπ’ τὴν καντήλα τῶν Ἁγίων. Αὐτὴ ὅμως προσπαθοῦσε νὰ τὸν παγιδέψει καὶ διαρκῶς ἔλεγε: «γιὰ τὸν Κύριο, ἄλειφέ μου τὴν καρδιὰ γιὰ πολλὴ ὥρα, μέχρι νὰ σταματήσουν οἱ πόνοι».
Ἀλλὰ ὁ Ὅσιος, γνωρίζοντας τὴ δολιότητα τοῦ πονηροῦ, δὲν τολμοῦσε καν νὰ βγάλει ἀπ’ τὴ φωτιὰ τ’ ἀριστερό του χέρι γιὰ ὅση ὥρα τὴν ἄλειφε, μέχρι ποὺ παραμορφώθηκαν τὰ δάχτυλά του. Μ’ αὐτὸν λοιπὸν τὸν ἀφόρητο πόνο ἐδίωξε τὸν πονηρὸ λογισμὸ ἀπ’ τὴν καρδιὰ του ὁ πάνσεμνος Ὅσιος. Ἡ γυναίκα μόλις εἶδε τὸ κατακαμένο χέρι του, ἦρθε σὲ κατάνυξη καὶ πέφτοντας στὰ πόδια του, ἔκλαιγε καὶ χτυποῦσε τὸ στῆθος της λέγοντας: «ἀλίμονό μου τὴν ἄθλια, ἐγὼ εἶμαι τὸ δοχεῖο τοῦ δαίμονα καὶ τῆς αἰωνίας φωτιᾶς τὸ ὑπέκαυμα». Ἔτσι, ὁμολόγησε στὸν Ἅγιο ὅλη τὴν ὑπόθεση.
Μετανοώντας λοιπὸν μὲ ὅλη της τὴν ψυχὴ τὸ λάθος της, ὑποσχέθηκε νὰ ἔχει ἀληθινὴ μετάνοια καὶ νὰ μείνει ἁγνὴ στὸ μέλλον. Τότε ὁ Ὅσιος τὴν εὐλόγησε, τὴν κατήχησε καὶ τὴν ἔστειλε στὸν ἁγιότατο ἐπίσκοπο Ἀλέξανδρο, ὁ ὁποῖος τὴν ἐξομολόγησε μὲ προσοχὴ καὶ εἶδε ὅτι, πράγματι, μετανόησε μὲ ὅλη της τὴν ψυχή. Ἔπειτα τὴ βάπτισε καὶ τὴν ἔστειλε σ’ ἕνα γυναικεῖο μοναστήρι, ἐνῶ τοὺς Σαμαρεῖτες ἐκείνους τοὺς ἐδίωξε ἀπὸ ἐκείνη τὴν περιοχή. Στὴ συνέχεια, πῆγε στὸν Ὅσιο Ἰάκωβο, τὸν ὁποῖο ἐνδυνάμωσε καὶ πλέον τοῦ εἶχαν ὅλοι ἀκόμη μεγαλύτερη εὐλάβεια γιὰ τὴ μεγάλη ἐγκράτειά του. Τόσο πολὺ πρόκοψε ἡ γυναίκα ἐκείνη, ποὺ ἀξιώθηκε ἀκόμη καὶ δαιμόνια νὰ βγάζει ἀπ’ τοὺς ἀνθρώπους. Ἔτσι λοιπόν, ζώντας σωστὰ καὶ σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἡ πρώην πόρνη, ἔφυγε πρὸς τὴν αἰώνια μακαριότητα χαρούμενη.
Μετὰ ἀπὸ καιρό, δαιμονίσθηκε μία κοπέλα, κόρη ἑνὸς ἄρχοντα τοῦ βουλευτηρίου, μέσω τῆς ὁποίας φώναζε τὸ δαιμόνιο τὸ ὄνομα τοῦ Ἰακώβου, στὸν ὁποῖο ἔφεραν οἱ γονεῖς τὴν κόρη τους, παρακαλώντας τον νὰ διώξει τὸ πονηρὸ πνεῦμα. Τότε ὁ ὅσιος ἔκανε προσευχὴ καὶ μόλις ἀκούμπησε στὴν κοπέλα τὸ χέρι του, ἔφυγε ἀμέσως τὸ δαιμόνιο καὶ ἔμεινε ὑγιὴς ἡ κοπέλα. Οἱ γονεῖς τῆς κοπέλας, γιὰ ἀμοιβὴ αὐτῆς τῆς χάρης, ἔστειλαν στὸν Ὅσιο τριακόσια χρυσὰ φλουριά, τὰ ὁποῖα ὁ Ὅσιος δὲ θέλησε οὔτε καν νὰ τὰ δεῖ λέγοντας: «τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ δὲν πρέπει κανεὶς νὰ τὴν πραγματεύεται». Οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ ἄρχοντα τότε τοῦ εἶπαν: «κράτησέ τα δοῦλε τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μὴ δυσαρεστήσεις τὸν ἄρχοντα καὶ ἔπειτα μοίρασε τὰ στοὺς φτωχούς, γιὰ νὰ ἔχεις ἀκόμη περισσότερο μισθό». Τότε εἶπε σ’ αὐτοὺς ὁ Ὅσιος: «Ἂς τὰ δώσουν αὐτὰ ἐκεῖνοι ποὺ τὰ ἔχουν».
Μία ἄλλη φορᾶ, τοῦ ἔφεραν ἕναν ἄρρωστο πάνω σ’ ἕνα κρεβάτι, ὁ ὁποῖος ἦταν παράλυτος στὰ πόδια ἐξαιτίας ἑνὸς δαιμόνιου. Ὁ Ὅσιος, ἀφοῦ νήστεψε καὶ προσευχήθηκε γιὰ τρεῖς ἡμέρες, σήκωσε τὸν παράλυτο, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ τὸν εὐχαρίστησε ὅπως ἔπρεπε, γύρισε στὸ σπίτι του. Ἔρχονταν καὶ ἄλλοι πολλοί, οἱ ὁποῖοι εἶχαν διάφορες ἀσθένειες καὶ ὅλοι θεραπεύονταν καὶ ἔφευγαν ὑγιεῖς εὐχαριστώντας τὸν Κύριο.
Βλέποντας ὁ Ὅσιος τὶς μεγάλες τιμὲς ποὺ τοῦ ἔδινε ὁ κόσμος, φοβήθηκε μήπως πέσει στὴν κενοδοξία καὶ χάσει τοὺς κόπους του. Γι’ αὐτὸ ἔφυγε καὶ πῆγε σ’ ἄλλο μέρος σαράντα μίλια μακριά. Ἐκεῖ βρῆκε μία μεγάλη σπηλιὰ στὶς ὄχθες ἑνὸς ποταμοῦ καὶ ἔμεινε γιὰ τριάντα χρόνια, τρώγοντας ἄγρια χόρτα. Μὲ τὸν καιρὸ ἒφτιαξε ἕναν μικρὸ κῆπο, ἀπ’ τὸν ὁποῖο ἔτρωγε τὰ λάχανα ποὺ καλλιεργοῦσε. Ἔγινε ὅμως καὶ ’κεῖ πολὺ γνωστὸς μὲ τὸ θαυμάσιο τρόπο συμπεριφορᾶς του, ἀφοῦ ἔρχονταν σ’ αὐτὸν ἀπὸ πενήντα μοναστήρια μοναχοὶ καθὼς καὶ πολλοὶ λαϊκοὶ καὶ κληρικοὶ γιὰ νὰ πάρουν τὴν εὐλογία του. Ὥσπου αὐτὸς ὁ ἴδιος, ὁ ὁποῖος ἀξιώθηκε ἀπ’ τὸ Θεὸ νὰ λάβει τόσο μεγάλη χάρη, ἐγκαταλείφθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ κι ἔπεσε σὲ πολὺ μεγάλο ἁμάρτημα μὲ τὴ συνεργασία τοῦ σατανᾶ, ἐπειδὴ ὅμως πρῶτα ἔπεσε στὴν ὑπερηφάνεια. Γι’ αὐτὸ τὸν ἄφησε ὁ Κύριος νὰ πέσει, γιὰ νὰ ταπεινωθεῖ καὶ νὰ μὴ χάσει τὴν ψυχή του, ἀφοῦ ὁ ἁμαρτωλὸς ὁ ὁποῖος γνωρίζει τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας του, κλαίει καὶ σώζεται. Ἐνῶ ὁ ὑπερήφανος δικαίως πηγαίνει στὴν κόλαση, ἀφοῦ ἀγνοεῖ τὸ ἁμάρτημα τῆς ὑπερηφάνειάς του.
Βλέποντας λοιπὸν ὁ διάβολος τὸν ἐνάρετο βίο τοῦ Ἰακώβου, τὸν φθόνησε καὶ ἀφοῦ μπῆκε σὲ μία κόρη ἑνὸς πλουσίου φώναζε λέγοντας: «Ἂν δὲ μὲ διατάξει ὁ ἀσκητὴς Ἰάκωβος, δὲ θὰ βγῶ ποτὲ ἀπὸ ἐδῶ». Ἀμέσως λοιπόν, πῆραν οἱ γονεῖς μαζί τούς ὑπηρέτες τους τὴ δαιμονισμένη κόρη, τὴν πῆγαν στὸν Ἰάκωβο καὶ πέφτοντας στὰ πόδια τοῦ ἔλεγαν: «Ἐλέησε τὴν κόρη μας, γιατί βασανίζεται τρομερὰ ἀπὸ ἕνα πονηρὸ πνεῦμα, ἔχει εἴκοσι μέρες νὰ φάει καὶ μόνο φωνάζει τὸ ὄνομά σου».
Τότε ὁ Ὅσιος, ἀφοῦ προσευχήθηκε γιὰ πολλὴ ὥρα, φύσηξε στὸ πρόσωπο τῆς κοπέλας, λέγοντας: «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, βγὲς ἀπ’ αὐτὴν ἀκάθαρτε» καὶ ἀμέσως ἔφυγε ἀπ’ τὴν κόρη ὁ δαίμονας, σὰν νὰ τὸν κυνήγησε φωτιά! Ἡ κοπέλα ἔπεσε κάτω καὶ κειτόταν γιὰ πολλὴ ὥρα στὸ ἔδαφος χωρὶς νὰ βγάζει τὴν παραμικρὴ φωνή, μέχρι ποὺ τὴν σήκωσε ὁ Ὅσιος καὶ τὴν παρέδωσε ὑγιῆ στοὺς γονεῖς της, οἱ ὁποῖοι δόξασαν τὸν Θεὸ βλέποντας τὸ μεγάλο θαῦμα.
Ἐπειδὴ ὅμως οἱ γονεῖς φοβήθηκαν μήπως ἐπιστρέψει ὁ δαίμονας στὴν κοπέλα, παρακάλεσαν τὸν Ὅσιο νὰ τὴν κρατήσει κοντά του, μαζὶ μὲ τὸν ἀδερφό της, γιὰ μερικὲς ἡμέρες καὶ ἀργότερα νὰ ἔρθουν νὰ τοὺς πάρουν. Ἔτσι λοιπὸν ἄφησαν τὴν κόρη τους καὶ τὸ γιό τους στὸν Ὅσιο καὶ ἐπέστρεψαν στὸ σπίτι τους μὲ τοὺς ὑπηρέτες τους.
Ὁ πανοῦργος διάβολος ὅμως, ὁ ὁποῖος στρέφεται πάντα ἐναντίον τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ, βλέποντας τὴν κοπέλα στὸ κελὶ τοῦ Ὁσίου, τὸν πολέμησε, χτυπώντας τον στὸ σαρκικὸ καὶ τὸν βασάνισε τόσο πολύ, ὥστε τὸν παρακίνησε νὰ πέσει σὲ φοβερὸ ἁμάρτημα καὶ πράγματι ἔπεσε στὴν πορνεία τώρα στὰ γηρατειά του, τὴν ὁποία ὅταν ἦταν νέος τὴ νίκησε μὲ τὴν ἀνδρεία του, ὅπως προείπαμε. Ἀλλὰ καὶ τὸ χειρότερο! Δὲν ἀρκέστηκε ὁ διάβολος στὴν πορνεία, ἀλλὰ ἔβαλε στὸ μυαλό του, ὅτι ἂν δὲ σκοτώσει τὴν κοπέλα καὶ τὸν ἀδερφό της, ποὺ ἦταν μάρτυρας τοῦ γεγονότος, θὰ φανερωθεῖ σύντομα ἡ πράξη του καὶ θὰ ντροπιαστεῖ σ’ ὅλους τούς ανθρώπους.
Ἔτσι λοιπόν, τυφλώθηκε ὁ νοῦς του καὶ σκότωσε τὴν κοπέλα καὶ τὸν ἀδερφό της καὶ ἔριξε τὰ πτώματα στὸν ὁρμητικὸ ποταμὸ ποὺ περνοῦσε μπροστὰ ἀπὸ τὸ κελί του, γιὰ νὰ καλύψει τὴν πανουργία του. Ὅλα αὐτὰ τοῦ συνέβησαν ἐξαιτίας τῆς ἀλαζονείας καὶ τῆς ὑπερηφάνειάς του. Βέβαια ἂν δὲν ἦταν ὠφέλιμα γιὰ τὴν ψυχὴ του τὰ ὅσα ἔπαθε, δὲ θὰ ἄφηνε ὁ Θεὸς νὰ τὰ πάθει, ἀφοῦ καὶ σὲ πολλοὺς ἄλλους ἔχουν γίνει αὐτά. Ἀλλὰ ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ ποὺ θέλει τὴ σωτηρία τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ὄχι τὸν ἀφανισμό τους, ἂς δοῦμε τί οἰκονόμησε…
Ἀφοῦ λοιπὸν ἔπραξε ὁ ταλαίπωρος Ἰάκωβος αὐτὰ τὰ δύο αἰσχρὰ καὶ πολὺ βαριὰ ἁμαρτήματα, ἦρθε ξανὰ στὸν ἑαυτό του καὶ ξεθόλωσε τὸ μυαλό του. Μπῆκε τότε στὸ κελί του καὶ πέφτοντας στὸ ἔδαφος, χτυποῦσε τὸ στῆθος του καὶ τὸ πρόσωπό του δυνατὰ καὶ ἔχυνε ποτάμια δάκρυα ἀπ’ τὰ μάτια του. Βλέποντας τὸν ὁ μισάνθρωπος διάβολος νὰ μετανοεῖ, ἔβαλε στὸ μυαλὸ τοῦ λογισμούς, λέγοντας: «Μὴν κοπιάζεις ἄδικα γιατί δὲ σώζεσαι». Σηκώθηκε τότε ἀπ’ τὸ ἔδαφος καὶ ἔφυγε ἀπ’ τὴν ἔρημο πηγαίνοντας πρὸς τὸν κόσμο θλιμμένος. Ἀλλὰ ὁ φιλάνθρωπος Θεός, ποὺ θυμήθηκε τὶς ἀρετὲς ἀλλὰ καὶ τὴν ἄσκηση ποὺ ὑπέμεινε τόσα χρόνια, τοῦ ἔστειλε καὶ πάλι βοήθεια.
Καθὼς λοιπὸν προχωροῦσε στὸ δρόμο του, εἶδε ἕνα μοναστήρι καὶ ἐπειδὴ ἦταν ἀργά, μπῆκε μέσα γιὰ νὰ ξεκουραστεῖ. Οἱ ἀδελφοὶ ποὺ βρίσκονταν σ’ αὐτό, τοῦ ἔπλυναν τὰ πόδια καὶ ἔβαλαν τράπεζα γιὰ νὰ τὸν φιλέψουν. Αὐτὸς ὅμως συνέχεια ἀναστέναζε καὶ δὲν ἤθελε νὰ φάει καθόλου. Βλέποντας τὸν ὁ ἡγούμενος στενοχωρημένο, κατάλαβε ὅτι εἶχε πέσει σὲ μεγάλο ἁμάρτημα καὶ τὸν φώναξε στὸ κελί του καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ τοῦ ὁμολογήσει τὴν αἰτία τῆς θλίψεώς του.
Τότε ὁ Ἰάκωβος μὲ πολλὰ δάκρυα διηγήθηκε τὴν ὑπόθεση ἀπὸ τὴν ἀρχή. Ὁ ἡγούμενος ποὺ ἦταν ἔμπειρος, κατάλαβε τὶς πονηριὲς τοῦ διαβόλου, ἀγκαλίασε τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν φιλοῦσε λέγοντας: «Μὴ στενοχωριέσαι φίλτατε καὶ πολυαγαπημένε ἀδελφέ μου, οὔτε νὰ ἀπελπίζεσαι, ἀλλὰ γνώριζε ὅτι ὑπάρχει μετάνοια καὶ πλησίασε στὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ μὲ συντριβὴ καρδιᾶς καὶ δάκρυα, μιμούμενος τὸν προφήτη Δαυὶδ τὸν ὁποῖο μιμήθηκες στὶς ἁμαρτίες.
Ὁ πολυεύσπλαχνος Κύριος ἀναμφίβολα σὲ ὑποδέχεται καὶ σοὺ συγχωρεῖ τὰ ἁμαρτήματα, γιὰ νὰ ἐπανέλθεις στὴν προηγούμενη κατάσταση, ὅπως ὑποδέχθηκε μὲ εὐσπλαχνία τὸν Δαυὶδ ποὺ μετανόησε, καὶ ὄχι μόνο συγχώρησε τὶς ἁμαρτίες του, ἀλλὰ καὶ τὸν δόξασε στοὺς ἀνθρώπους λέγοντας, βρῆκα τὸν Δαυὶδ τὸν γιὸ τοῦ Ἰεσσαὶ ὅπως λαχταροῦσα. Ἂν δὲν ἦταν μετάνοια, τότε πῶς ὁ μακάριος Πέτρος ὁ πρῶτος στὴν καθεδρία τῶν Ἀποστολῶν, ὁ ὁποῖος πῆρε ἀπὸ τὸν Χριστὸ τὰ κλειδιὰ τοῦ Παραδείσου καὶ τὸν ἀρνήθηκε τρεῖς φορές, ὅταν ἔκλαψε πικρὰ πῆρε συγχώρηση τῆς ἁμαρτίας του καὶ τὴ μεγάλη ἀξία τῆς ἀποστολῆς ὅπως πρωτύτερα;».
Ἀφοῦ ἐνίσχυσε τὴν καρδιὰ τοῦ Ἰακώβου, ὁ πάνσοφος, μὲ τέτοια καὶ ἄλλα παραδείγματα, τὸν παρακαλοῦσε νὰ μείνει ἐκεῖ μαζί του, γιατί φοβόταν μήπως τοῦ ἐμποδίσει τὴ σωτηρία ὁ παμπόνηρος. Πέρασε λοιπὸν ἡ νύχτα ἐκείνη καὶ τὸ πρωί, ὅταν πῆρε συγχώρεση γιὰ νὰ φύγει ὁ Ἰάκωβος, γονάτισε ὁ ἡγούμενος μπροστά του παρακαλώντας καὶ συμβουλεύοντας τὸν νὰ μείνει ἐκεῖ στὴ συνοδεία τῶν ἀδελφῶν του, νὰ τὸν καθοδηγήσουν, ἀλλὰ δὲ δέχτηκε.
Ἔτσι μὲ τὴ βία τοῦ ἔδωσε τὴν ἄδεια ν’ ἀναχωρήσει, προχώρησε μαζί του δεκαπέντε μίλια καὶ ὁ ἡγούμενος ἀφοῦ τὸν φίλησε καὶ τοῦ εὐχήθηκε γιὰ τὴ σωτηρία του, ἐπέστρεψε στὸ μοναστήρι. Ὁ Ἰάκωβος προχωρώντας στὸ δρόμο βρῆκε ἕνα παλιὸ μνῆμα, μεγάλο σὰ σπηλιὰ καὶ ἀφοῦ μπῆκε μέσα, μάζεψε ὅλα τὰ ὀστᾶ καὶ τὰ τοποθέτησε σὲ μία γωνιὰ τοῦ μνήματος. Ἔπειτα ἀφοῦ ἔφραξε τὴν πόρτα, κλείστηκε μέσα καὶ πέφτοντας στὰ γόνατα χτυποῦσε δυνατὰ τὸ στῆθος του καὶ ἔκλαιγε μὲ θερμὰ δάκρυα παρακαλώντας τὸ Θεὸ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του καὶ λέγοντας:
«Πῶς ἀτενίσω πρὸς σὲ ὁ Θεός; ποίαν δὲ ἀρχὴν τῆς ἐξομολογήσεως εὔροιμι; ποία καρδία ἢ ποίω θαρρήσας συνειδότι, γλώσσαν ἀσεβῆ, καὶ χείλη μολυσμοὺ γέμοντα, κινῆσαι πειράσωμαι; ποίας δὲ ἁμαρτίας πρῶτον ἄφεσιν αἰτῆσαι κατατολμήσω; φεῖσαι φιλάνθρωπε Κύριε! ἴλεως γενοὺ τῷ ἀναξίω, Δέσποτα ἀγαθέ, καὶ μὴ συναπολέσης μὲ ταῖς αἰσχραίς μου πράξεσιν. Οὐ γὰρ μικρά μου τὰ δυσσεβήματα. Πορνείαν ἐτέλεσα. Φόνον εἰργασάμην. Αἷμα ἀθῶον ἐξέχεα. Καὶ πρὸς τούτοις, τοῖς ὕδασι, καὶ θηρίοις, καὶ πετεινοῖς δέδωκα εἰς βοράν. Καὶ νῦν Κύριε, εἰδότι σοὶ τὰ πάντα ἐξομολογοῦμαι, ἀγαθέ, τὴν τούτων ἑξαιτούμενος ἄφεσιν. Μὴ παρίδης μὲ Δέσποτα. Ἀλλὰ κατὰ τὴν σοὶ πρέπουσαν εὐσπλαγχνίαν, οἰκτείρησον μὲ τὸν ἀσεβῆ. Καὶ καταπεμψον εἰς ἐμὲ τὸ παρά σου πλούσιον ἔλεος, ἐλθόντα ἐπὶ τὰ τῆς ἁμαρτίας βάραθρα. Κατεπόντισε μὲ γάρ, ἡ τοῦ λυμεῶνος ἐχθροῦ καταιγίς. Μὴ δὴ καταπίη μὲ ὁ δράκων ὁ βύθιος».
Δηλαδή: «Πῶς νὰ ἀτενίσω σὲ ’σένα, Θεέ μου. Πῶς ν’ ἀρχίσω τὴν ἐξομολόγηση; Μὲ ποιὰ καρδιὰ ἢ σὲ ποιὸν νὰ τολμήσω νὰ καταφύγω μὲ θάρρος γνωρίζοντας ὅτι ἡ γλώσσα μου εἶναι μολυσμένη καὶ τὰ χείλη μου γεμάτα ἁμαρτία; Καὶ ποιᾶς ἁμαρτίας ἄφεση νὰ τολμήσω νὰ ζητήσω πρῶτα; Λυπήσου μὲ φιλάνθρωπε Κύριε! Σπλαχνίσου μὲ τὸν ἁμαρτωλό, Δέσποτα ἀγαθέ, καὶ μὴ μὲ τιμωρήσεις γιὰ τὶς αἰσχρές μου πράξεις. Εἶναι μεγάλες οἱ ἁμαρτίες μου, διέπραξα πορνεία, πραγματοποίησα φόνο, σκότωσα ἀθώους καὶ ἐπιπλέον τοὺς ἔδωσα τροφὴ στὰ ὕδατα, στὰ θηρία καὶ στὰ πουλιά. Τώρα Κύριε, ἐξομολογοῦμαι τὰ πάντα σὲ ’σένα ποὺ τὰ γνωρίζεις, Ἀγαθέ, ζητώντας συγχώρηση γι’ αὐτά. Μὴ μὲ παραβλέψεις, ἀλλὰ σπλαχνίσου ἐμένα τὸν ἁμαρτωλό, μὲ τὴν εὐσπλαχνία πού σου ταιριάζει καὶ στεῖλε μου τὸ πλούσιο ἔλεος νὰ ἔλθει στὰ βάραθρα τῆς ἁμαρτίας μου. Μὲ καταβύθισε ἡ καταιγίδα τοῦ ἐχθροῦ, μὴν ἀφήσεις νὰ μὲ καταπιεῖ ὁ δράκος ποὺ εἶναι στὸ βυθό, ἀλλὰ ἀπομάκρυνε μέ, μὲ τὸ παντοδύναμο χέρι σου, ἀπ’ τὸν ἄπληστο αὐτὸ φάρυγγα».
Αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλὰ ἔλεγε κάθε μέρα καὶ ὥρα καὶ θρηνοῦσε πικρά, κλεισμένος σ’ ἐκεῖνον τὸν κατασκότεινο καὶ ἀπλησίαστο τάφο, χωρὶς νὰ κάνει παράκληση σωματικὴ καὶ ἐπειδὴ δὲ συνομιλοῦσε μὲ κανέναν, οὔτε ἔφερνε κανένας φαγητὸ ἢ ποτό, γιατί δὲ γνώριζαν οἱ ἄνθρωποι τῆς πόλης ἐκείνης ὅτι εἶναι στὰ σύνορά τους, ὁ τάφος ἦταν μακριὰ ἀπ’ τὸ δρόμο. Ἔβγαινε μόνος κρυφὰ τὴ νύχτα δύο φορὲς τὴν ἑβδομάδα καὶ ἔτρωγε σὰν τὰ ζῶα χόρτα ποὺ ἦταν γύρω ἀπὸ τὸ μνῆμα εὐχαριστώντας τὸν Κύριο. Ἔζησε λοιπὸν ὁ νεκρὸς πρὶν ἀπὸ τὴν νέκρωση καὶ θαμμένος πρὶν ἀπὸ τὴν ταφὴ Ἰάκωβος σ’ ἐκεῖνο τὸ μνῆμα, ἄγνωστος ἀπ’ ὅλους καὶ ἀβοήθητος ἀπὸ ἀνθρώπινη δύναμη κλαίγοντας καὶ θρηνώντας, δέκα χρόνια, περιμένοντας βοήθεια ἀπὸ ψηλά.
Ἔτσι, ὁ φιλάνθρωπος Θεός, ποὺ δὲ θέλει τὸ θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἀλλὰ τὴν ἐπιστροφὴ καὶ τὴ διόρθωσή του, βλέποντας τὴν πραγματικὴ μετάνοιά του, τοῦ συγχώρησε τὶς ἁμαρτίες ὡς ἐλεήμων καὶ εὔσπλαχνος, καὶ ὄχι μόνο τοῦ συγχώρησε τὶς ἁμαρτίες, ἀλλὰ καὶ τὸν δόξασε στοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ πεισθεῖ καὶ αὐτὸς καὶ ὅσοι ἄλλοι ἁμάρτησαν πόση δύναμη ἔχει ἡ μετάνοια.
Ἐκεῖνον τὸν καιρὸ στὴν περιοχὴ ἐκείνη εἶχε μεγάλη ἀνομβρία καὶ οἱ ἄνθρωποι, ἐπειδὴ στενοχωριόντουσαν, ἔκαναν πολλὲς δεήσεις στὸ Θεό. Ἐκεῖνος φανέρωσε στὸν ἐπίσκοπό της πόλης ἐκείνης (ποὺ ἦταν Θεοφοβούμενος) τὴ θέση στὴν ὁποία βρισκόταν ὁ Ἰάκωβος, στέλνοντάς του οὐράνιο Ἄγγελο ποὺ τοῦ εἶπε:
«Ἐπίσκοπε, σ’ ἐκεῖνο τὸ μέρος βρίσκεται ἕνας ἀσκητὴς ταπεινὸς στὴ μορφή, ἀλλὰ Ἅγιος στὴν ψυχή· ἂν αὐτὸς θελήσει νὰ κάνει δέηση στὸν Κύριο, θὰ ἔλθει τόση βροχή, ἀπ’ τὴν ὁποία θὰ πάρουν ὅλα τὰ προϊόντα σας ἀνάπτυξη καὶ εὐφορία». Ἀφοῦ τοῦ ἀποκάλυψε αὐτὰ ὁ Ἄγγελος, ὁ ἁγιότατος ἐπίσκοπος συγκάλεσε τοὺς κληρικοὺς καὶ ὅλον τὸν ὑπόλοιπο λαὸ τῆς πόλης καὶ τοὺς ἀποκάλυψε τὸ ὅραμα ποὺ εἶδε. Τότε κατευθύνθηκαν στὸ μέρος ποὺ τοὺς ὑπέδειξε, βρῆκαν τὸν Ὅσιο καὶ ἔπεσαν στὰ πόδια τοῦ παρακαλώντας τὸν μὲ δάκρυα καὶ ἱκετεύοντας τὸν νὰ κάνει δέηση στὸν Κύριο νὰ τοὺς στείλει βροχή, γιὰ νὰ μὴν πεθάνουν ἀπ’ τὴν ξηρασία.
«Ἐπίσκοπε, σ’ ἐκεῖνο τὸ μέρος βρίσκεται ἕνας ἀσκητὴς ταπεινὸς στὴ μορφή, ἀλλὰ Ἅγιος στὴν ψυχή· ἂν αὐτὸς θελήσει νὰ κάνει δέηση στὸν Κύριο, θὰ ἔλθει τόση βροχή, ἀπ’ τὴν ὁποία θὰ πάρουν ὅλα τὰ προϊόντα σας ἀνάπτυξη καὶ εὐφορία». Ἀφοῦ τοῦ ἀποκάλυψε αὐτὰ ὁ Ἄγγελος, ὁ ἁγιότατος ἐπίσκοπος συγκάλεσε τοὺς κληρικοὺς καὶ ὅλον τὸν ὑπόλοιπο λαὸ τῆς πόλης καὶ τοὺς ἀποκάλυψε τὸ ὅραμα ποὺ εἶδε. Τότε κατευθύνθηκαν στὸ μέρος ποὺ τοὺς ὑπέδειξε, βρῆκαν τὸν Ὅσιο καὶ ἔπεσαν στὰ πόδια τοῦ παρακαλώντας τὸν μὲ δάκρυα καὶ ἱκετεύοντας τὸν νὰ κάνει δέηση στὸν Κύριο νὰ τοὺς στείλει βροχή, γιὰ νὰ μὴν πεθάνουν ἀπ’ τὴν ξηρασία.
Ὁ Ὅσιος δὲν τοὺς ἀπαντοῦσε τίποτα, ἀλλὰ χτυπώντας τὸ στῆθος τοῦ κοίταζε πρὸς τὴ γῆ λέγοντας: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, σπλαχνίσου μὲ τὸν ἀσεβέστατο καὶ συγχώρησέ μου τὶς ἀνομίες». Λέγοντας αὐτὴν τὴν εὐχὴ δὲν τολμοῦσε καν νὰ ὑψώσει τὰ μάτια στὸν οὐρανό. Ἔτσι, ὁ ἐπίσκοπος καὶ οἱ ὑπόλοιποι βλέποντας ὅτι δὲν τοὺς ἀποκρίνεται, ἀλλὰ μάταια τὸν παρακαλοῦσαν κλαίγοντας, τὸν ἄφησαν νὰ κλαίει καὶ νὰ χτυπιέται καὶ ἔφυγαν στενοχωρημένοι.
Μόλις ἔφτασαν στὴν ἐκκλησία, ἔπεσαν πάλι στὸν τόπο τοῦ Κυρίου καὶ τὸν παρακαλοῦσαν μὲ δάκρυα νὰ τοὺς στείλει βοήθεια ἀπὸ ψηλά, καθὼς προσεύχονταν γιὰ πολλὲς μέρες καὶ ἔκλαιγαν, ἦρθε πάλι φωνὴ ἀπ’ τὸν οὐρανὸ στὸν ἐπίσκοπο λέγοντας: «πήγαινε στὸ δοῦλο μου Ἰάκωβο, ὅπως σου εἶπα πρωτύτερα καὶ παρακάλεσε τὸν νὰ κάνει δέηση γιὰ σᾶς, γιὰ νὰ σᾶς δώσω αὐτὸ ποὺ ζητᾶτε». Τότε πῆγαν πάλι ὅλοι μαζὶ καὶ τοῦ εἶπαν ὅτι ὁ Θεὸς τοὺς ἔστειλε γιὰ δεύτερη φορά, γι’ αὐτὸ τὸν παρακάλεσαν νὰ μὴν παρακούσει τὸ Θεό, ἀλλὰ νὰ τοὺς λυτρώσει ἀπ’ τὸν κίνδυνο ποὺ τοὺς ἀπειλεῖ. Ἀφοῦ λοιπὸν ἀναγκαστικὰ ὑπάκουσε ὁ Ὅσιος, ὕψωσε τὰ χέρια καὶ τὰ μάτια του στὸν οὐρανὸ καὶ ἔκανε εὐχὴ μὲ πολλὴ ταπείνωση. Ὁ ἐλεήμων Θεός, ἀμέσως ἄκουσε τὴ δέησή του καὶ ἔστειλε στὴ γῆ τόση βροχή, ὅση χρειαζόταν. Γι’ αὐτὸ οἱ ἄνθρωποι δόξασαν τὸν Θεὸ καὶ εὐχαρίστησαν τὸν Ὅσιο, καὶ ὄχι μόνο τὴν ἡμέρα ἐκείνη, ἀλλὰ κάθε χρόνο ἔκαναν τὸ μνημόσυνο τοῦ Ὁσίου, πανηγυρίζοντας καὶ στέλνοντας ὕμνους εὐχαριστώντας τὸν Κύριο, ὁ ὁποῖος τοὺς λύτρωσε ἀπὸ τὸν κίνδυνο.
Ὁ Ὅσιος δὲν ἔκανε μόνο αὐτὸ τὸ θαῦμα, ἀλλὰ θεράπευε πλέον καὶ ὅλους τους ἀσθενεῖς της πόλης, γιατί οἱ ἄνθρωποι βλέποντας τὸ θαῦμα τῆς βροχῆς κατάλαβαν ὅτι ὁ Ἰάκωβος ἦταν γνησιότατος δοῦλος τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ ὅποιος εἶχε συγγενῆ ποὺ ἦταν δαιμονισμένος ἢ ἀσθενής, τὸν ἔφερνε στὸν Ὅσιο ποὺ τοὺς θεράπευε ὅλους ἀνεξαιρέτως μὲ τὴ θεάρεστη προσευχή του. Ἀπὸ αὐτὰ τὰ θαυμάσια κατάλαβε ὁ Ὅσιος ὅτι ὁ Κύριος τοῦ συγχώρησε τὶς ἁμαρτίες, γι’ αὐτὸ καὶ τὸν ὑπηρετοῦσε μὲ περισσότερη προθυμία καὶ ἀγαλλίαση.
Μετὰ ἀπὸ ἕνα χρόνο ἀπὸ τὸ θαῦμα μὲ τὸ νερό, κατάλαβε ὁ Ὅσιος ὅτι πλησίαζε ὁ θάνατός του καὶ παρακαλώντας τὸν ἐπίσκοπο, τοῦ ζήτησε νὰ τὸν θάψει στὸ μνῆμα ὅπου ἔκανε τοὺς ὑπερφυσικοὺς ἀγῶνες καὶ τὰ Θεϊκὰ κατορθώματα. Ἦταν 28 Ἰανουαρίου. Ἔζησε ἑβδομήντα πέντε ἔτη. Ὁ ἐπίσκοπος τὸν ἔθαψε μὲ μεγάλη τιμὴ καὶ εὐλάβεια στὸν τάφο ποὺ τοῦ εἶχε πεῖ. Μετὰ ἀπὸ ἀρκετὸ χρόνο, ὁ ἁγιότατος ἐπίσκοπος, ἔκτισε ἐκκλησία κοντὰ στὸ μνῆμα καὶ ἀφοῦ τοποθέτησε σ’ αὐτὴν τὸ ἅγιο λείψανο, τελοῦσε κάθε χρόνο μεγάλη γιορτὴ καὶ πανηγύρι, δοξάζοντας τὸν φιλάνθρωπο καὶ παντελεήμονα Θεό, σ’ αὐτὸν ταιριάζει κάθε τιμὴ καὶ προσκύνηση, πάντοτε, τώρα καὶ στοὺς αἰῶνες.
0 Σχόλια