(Θεολογικὸ σχόλιο στὴν Κυριακή του Ἀσώτου)
Λάμπρου Κ. Σκόντζου, Θεολόγου - Καθηγητοῦ
Οἱ ἅγιοι Πατέρες ὅρισαν τὴ δεύτερη Κυριακή τοῦ Τριωδίου νὰ εἶναι ἀφιερωμένη στὴν καταπληκτικὴ καὶ διδακτικὴ παραβολὴ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ (Λουκ. 15, 13-32). Σκοπὸς τους ἦταν νὰ τονισθεῖ στοὺς πιστοὺς ἡ ἀπύθμενη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸ πλούσιο ἔλεος τῆς συγχώρεσης, ποὺ δίνει στοὺς μετανοοῦντες ἀνθρώπους. Νὰ διδάξει, σὲ ὅσους εἶναι ἀπελπισμένοι, ὅτι ὁ Θεὸς παραμένει μὲ ἀνοιχτὲς ἀγκάλες νὰ δεχτεῖ τὸν κάθε μετανοημένο ἁμαρτωλό, ὅσο ἁμαρτωλὸς καὶ ἂν εἶναι. Ἂν ἡ προηγούμενη Κυριακή τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου εἶναι ἀφιερωμένη στὴ στηλίτευση τῆς παθολογικῆς ἐγωιστικῆς αὐτάρκειας καὶ τὴν κατάδειξη τῶν...
δεινῶν συνεπειῶν της, ἡ δεύτερη Κυριακὴ εἶναι ἀφιερωμένη στὴν ταπείνωση, τὴ μετάνοια καὶ στὰ εὐλογημένα παρεπόμενά της. Ἂν ἡ καταραμένη ἐγωπάθεια κλείνει ἑρμητικὰ τὴν πόρτα τῆς σωτηρίας, ἡ μετάνοια τὴν ἀνοίγει διάπλατα καὶ ἑνώνει ξανὰ τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ Θεό.

     Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς μᾶς διέσωσε τὴν παραβολὴ αὐτὴ ὡς ἑξῆς: Ὑπῆρχε κάποιος πατέρας ποὺ εἶχε δύο γιούς. Ὁ δεύτερος, κάποια στιγμή, ζήτησε τὸ μερίδιο τῆς κληρονομιᾶς του καὶ ἔφυγε σὲ μακρινὲς χῶρες, ὅπου σπατάλησε τὴν περιουσία του σὲ ἀσωτίες. Τὰ χρήματα κάποτε τελείωσαν καὶ στὴν περιοχὴ ἔπεσε μέγας λιμός. Ἀναγκάστηκε νὰ γίνει χοιροβοσκὸς καὶ νὰ προσπαθεῖ νὰ χορτάσει ἀπὸ τὶς βρωμερὲς καὶ εὐτελεῖς τροφὲς τῶν χοίρων. Μέσα στὴ δίνη του θυμήθηκε τὴν ἀρχοντικὴ ζωὴ στὸ πατρικὸ σπίτι. Θυμήθηκε πὼς ἀκόμα καὶ οἱ δοῦλοι τοῦ πατέρα του ζοῦσαν ἀσύγκριτα καλλίτερη ζωὴ ἀπὸ τὴ δική του. Τότε πῆρε τὴ μεγάλη ἀπόφαση νὰ γυρίσει στὸ σπίτι του καὶ νὰ ζητήσει ἀπὸ τὸν πατέρα του νὰ τὸν συγχωρήσει καὶ νὰ τὸν προσλάβει ὡς δοῦλο του. Ὅμως ὁ στοργικὸς πατέρας του τὸν δέχτηκε ὡς γιό του καὶ τὸν περιποιήθηκε δεόντως, παρὰ τὶς διαμαρτυρίες τοῦ μεγάλου γιοῦ του, διότι «νεκρὸς ἢν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλῶς ἢν καὶ εὑρέθη» (Λουκ. 15, 32).

     Κάποιοι ὑποστηρίζουν δικαιολογημένα πὼς καὶ ἂν ἀκόμη εἶχε χαθεῖ ὁλόκληρο τὸ Εὐαγγέλιο καὶ εἶχε σωθεῖ μόνο αὐτὴ παραβολή, θὰ μποροῦσε αὐτὴ νὰ ἀποτελέσει κείμενο ἐλπίδας καὶ σωτηρίας γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος. Σὲ καμιὰ θρησκεία τοῦ κόσμου δὲν παρουσιάζεται ὁ Θεὸς τόσο συμπονετικός, ὡς στοργικὸς ἄνθρωπος πατέρας. Ἀντίθετα πρεσβεύουν ἀλλόκοτους μοχθηροὺς «θεούς», οἱ ὁποῖοι μισοῦν τοὺς ἀνθρώπους. Στὴν ἀρχαιοελληνικὴ θρησκευτικὴ παράδοση οἱ «θεοὶ» ζήλευαν καὶ μισοῦσαν θανάσιμα τούς ἀνθρώπους. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἄνθρωποι ἦταν ἀναγκασμένοι νὰ κάνουν ἀσταμάτητα θυσίες καὶ ἄλλες τελετουργίες γιὰ τὸν ἐξευμενισμό τους. Ὡς καὶ ἀνθρωποθυσίες ἔκαναν οἱ ἀρχαῖοι προκειμένου νὰ τοὺς κατευνάσουν τὴν μήνη καὶ γλυτώσουν ἀπὸ τὴν ἀναίτια τιμωρία τῶν ψευδοθεῶν τους. Ἀλλὰ καὶ οἱ Ἑβραῖοι δὲν εἶχαν καλλίτερη ἀντίληψη γιὰ τὸ Θεό. Ἀπομακρυσμένοι ἀπὸ τὸ κήρυγμα τῶν προφητῶν, φαντάζονταν τὸ Θεὸ φοβερὸ καὶ ἀπόκοσμο τιμωρό, ὁ Ὁποῖος ὑπάρχει γιὰ νὰ κατασκοπεύει τοὺς ἀνθρώπους, παρ’ ὅλο ποὺ Θεὸς τοὺς διευκρίνισε πὼς «ὡς ἀπέχει ὁ οὐρανὸς ἀπὸ τῆς γῆς, οὕτως ἀπέχει ἡ ὁδός μου ἀπὸ τῶν ὁδῶν ὑμῶν, καὶ τὰ διανοήματα ὑμῶν ἀπὸ τῆς διανοίας μου» (Ἡσ. 55, 9). Τοὺς εἰδοποιοῦσε, μέσω τῶν ἁγίων προφητῶν ὅτι ἔχουν ἀπόλυτα λανθασμένη ἄποψη γιὰ Ἐκεῖνον.

       Ὁ σαρκωμένος Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Ὁποῖος ἔφερε τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ φῶς στὸν κόσμο, ἀφοῦ «ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο» (Ἰωάν. 1, 18), φανέρωσε στοὺς ἀνθρώπους καὶ τὴν ἀληθινὴ σχέση τοῦ Θεοῦ μὲ τὰ πλάσματά Του. Ἀποκαλύπτοντας τὸν ἀληθινὸ Τριαδικὸ Θεὸ (A΄ Ἰωάν. 2, 23), ἀποκάλυψε καὶ τὸν τρόπο ὑπάρξεώς Του, πὼς «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστὶ» (A΄ Ἰωάν. 4, 16), ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ τρόπος ὑπάρξεως τῶν Θείων Προσώπων εἶναι ἀγαπητικός. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκτείνεται καὶ πρὸς τὰ πλάσματά Του. Ἡ στάση τοῦ Θεοῦ πρὸς αὐτὰ εἶναι ὁμοίως ἀγαπητική, ἡ ὁποία ἐκδηλώνεται ὡς ἄκτιστη ἐνέργεια. 

        Κύριος ἀποδέκτης τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ ἄνθρωπος, τὸ κορυφαῖο δημιούργημά Του, ἡ εἰκόνα Του (Γέν. 1, 26). Ἀγαπᾶ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ ταυτόχρονα σέβεται ἀπόλυτα τὴν ἐλευθερία καὶ τὶς ἐπιλογές του, ὡς πρωταρχικὸ στοιχεῖο τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας. Πνίγει μέσα στὰ φιλάνθρωπα σπλάχνα Του τὸν πόνο Του γιὰ τὴν ἀποστασία τοῦ καθενὸς καὶ περιμένει καρτερικὰ τὴν ἐπιστροφή του. Μόλις αὐτὴ ὑπάρξει σβήνει μὲ μία μονοκονδυλιὰ ὅλες τὶς ἄνομες πράξεις του καὶ τὸν ἀποκαθιστᾶ στὴν πρότερη θέση του.

      Μετάνοια σημαίνει κατὰ γράμμα μεταστροφή, ἀλλαγὴ νοῦ. Στὴν οὐσία σημαίνει τὴν ὀντολογικὴ μετάλλαξη τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν κατάσταση τῆς ἐγωπαθοῦς αὐτάρκειας στὴν κατάσταση τῆς συναίσθησης τῆς ἁμαρτωλότητας. Εἶναι ἡ μετάβαση στὸ πνεῦμα τῆς ταπείνωσης καὶ τῆς συντριβῆς μπροστὰ στὸν ἀπόλυτα ἀγαθὸ Θεό, τοῦ Ὁποίου τὸ φῶς φανερώνει ἄπλετα τὸ σκοτεινό μας ἑαυτό. Ἡ συνειδητοποίηση τῆς πτωτικῆς μας καταστάσεως, τῆς ἐπώδυνης τραυματικῆς ἐμπειρίας μας καὶ τῆς ἀπουσίας διαύλων τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ στὸν ἑαυτὸ μας εἶναι τὸ πρῶτο βῆμα γιὰ τὴν ὀντολογική μας ἀποκατάσταση. Ἕπεται ἡ ὑλοποίηση τῆς μεγάλης μας ἀπόφασης γιὰ τὴν ἔμπρακτη ἀλλαγὴ τῆς νοοτροπίας μας καὶ τὴ διόρθωση τῆς πορείας μας πρὸς τὸ Θεό.

     Ἡ μετάνοια ἀπαιτεῖ ἰδιαίτερο ἡρωισμὸ καὶ ἀγωνιστικὴ διάθεση, ὅπως ἀποτυπώνεται θαυμάσια στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ. Ὅπως ὅλα τὰ ἀγαθά, ἔτσι καὶ ἡ σωτηρία μας, εἶναι ἀποτέλεσμα ἡρωισμοῦ, ἀσυμβίβαστης αὐταπάρνησης καὶ σκληροῦ ἀγώνα. Ὁ ἀντίδικος διάβολος ἐπιτίθεται «ὡς λέων ὠρυόμενος» (Α΄ Πετρ. 5, 8) κατὰ τοῦ ἀνθρώπου, τὸν πολεμᾶ μὲ λύσσα καὶ δὲν τὸν ἀφήνει νὰ ἔρθει «εἰς ἑαυτόν». Τοῦ βάζει ἄπειρα ἐμπόδια, γιὰ νὰ τοῦ ἐκριζώσει κάθε διάθεση μετάνοιας. Τὸ χειρότερο καὶ πλέον ἀποτελεσματικὸ ἐμπόδιο, ποὺ τοῦ βάζει, εἶναι ἡ ἀπελπισία. Βάζει στὸ μυαλὸ τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀπαισιόδοξες σκέψεις καὶ ἰδέες, ὅτι δῆθεν ὁ Θεὸς τὸν μισεῖ καὶ δὲν θὰ τὸν συγχωρήσει γιὰ τὴν ἁμαρτωλότητά του, κρατώντας τον δέσμιο τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ κακοῦ. Ὅμως ὁ ἁμαρτωλός, τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ ἔχει νὰ σκεφτεῖ, εἶναι ὅτι ὁ Θεὸς ποτὲ δὲν ἔπαψε νὰ τὸν ἀγαπᾶ καὶ τὸν προσμένει ἐναγωνίως νὰ ἐπιστρέψει στὶς στοργικές του ἀγκάλες. Νὰ στηρίξει τὶς ἐλπίδες του στὸ ἀπύθμενο θεῖο ἔλεος, τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ σβήσει ἀκόμα καὶ τὸ μεγαλύτερο κρίμα. Ὁ Κύριος μᾶς διαβεβαίωνε πὼς «χαρὰ ἔσται ἐν τῷ οὐρανῷ ἐπὶ ἐνί ἁμαρτωλῷ μετανοούντι» (Λουκ. 15, 7), ποὺ σημαίνει πὼς ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς καὶ Πατέρας μας, μαζὶ μὲ ὅλο τὸν οὐράνιο πνευματικὸ κόσμο, περιμένουν τὴ μετάνοιά μας, γιὰ νὰ πανηγυρίσουν! Ἀκόμη ἐγκωμιάζονται οἱ μετανοοῦντες ὡς «μακάριοι, ὧν ἀφέθησαν αἱ ἀνομίαι καὶ ὧν ἐπεκαλύφθησαν αἱ ἁμαρτίαι· 2 μακάριος ἀνήρ, ᾧ οὐ μὴ λογίσηται Κύριος ἁμαρτίαν» (Ψλμ. 31, 1-2). Τόσο σπουδαία ὑπόθεση εἶναι γιὰ τὸν ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο ἡ μετάνοια, τὴν ὁποία ζητᾶ ὁ διάβολος νὰ ματαιώσει!                 

      Ἕνα θαυμάσιο τροπάριο τῆς ἡμέρας ἐκφράζει ἀπόλυτα τὰ ὑψηλὰ νοήματα τῆς παραβολῆς τοῦ ἀσώτου, ὡς ἑξῆς: «Τῆς πατρικῆς δωρεὰς διασκορπίσας τὸν πλοῦτον, ἀλόγοις συνεβοσκόμην ὁ τάλας κτήνεσι, καὶ τῆς αὐτῶν ὀρεγόμενος τροφῆς ἐλίμωττον μὴ χορταζόμενος, ἀλλ' ὑποστρέψας πρὸς τὸν εὔσπλαγχνον Πατέρα, κραυγάζω σὺν δάκρυσι· Δέξαι με ὡς μίσθιον, προσπίπτοντα τῇ φιλανθρωπίᾳ σου, καὶ σῶσόν με». Ὁ καθένας μας εἶναι καὶ ἕνας ἄσωτος μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ, ποὺ σπαταλήσαμε, σὰν τὸν ἄσωτο τῆς παραβολῆς, τὸν πνευματικὸ πλοῦτο τοῦ οὐράνιου Πατέρα μας. Μακριὰ ἀπὸ Αὐτὸν ὑποβιβαστήκαμε στὴν κατηγορία τῶν κτηνῶν. Ἀφήσαμε τὶς πολυτελεῖς πνευματικὲς τροφὲς τοῦ βασιλικοῦ τραπεζιοῦ καὶ συρόμαστε στὰ βρωμερὰ καὶ δυσώδη ἀποφάγια τοῦ κόσμου, τὰ ὁποία μοιάζουν μὲ τὶς τροφὲς τῶν κτηνῶν, χωρὶς καὶ αὐτὲς νὰ μποροῦν νὰ μᾶς χορτάσουν.

      Ἕνα χαρακτηριστικὸ παράδειγμα, τὸ ὁποῖο φανερώνει περίτρανα τὴν ἐκτροπή μας σὲ ἀλλότριους καὶ ἐπικίνδυνους δρόμους ἀπώλειας, εἶναι καὶ ἡ συνήθεια κάποιων συγχρόνων μας τὴν Κυριακή τοῦ Ἀσώτου νὰ τὴν «ἑορτάζουν»! Νὰ «ἑορτάζουν» τὴν ἀσωτία τους καὶ νὰ τὴ «γλεντᾶνε»! Νὰ διαλαλοῦν μὲ καμάρι καὶ κομπασμὸ ὅτι εἶναι ἄσωτοι. Νὰ γυρίζουν στὶς ταβέρνες καὶ σὲ ἄλλους τόπους διασκέδασης καὶ νὰ ἀσωτεύουν, τιμώντας τὸν Ἄσωτο τῆς παραβολῆς, γιὰ τὴν ἀσωτία του καὶ ὄχι γιὰ τὴ μετάνοιά του, τὴν ὁποία τιμᾶμε ἐμεῖς οἱ πιστοὶ αὐτὴ τὴν ἡμέρα! Ἀπόλυτος παραλογισμὸς καὶ ὑποδούλωση στὴν ἁμαρτία!    

      Ὅμως ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία, αὐτὴ τὴν εὐλογημένη περίοδο, μᾶς καλεῖ νὰ ἔρθουμε «εἰς ἑαυτόν». Νὰ συνειδητοποιήσουμε τὴ δεινή μας κατάσταση καὶ νὰ σταματήσουμε τὸν κατηφορικὸ δρόμο, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια. Νὰ ἀναλογιστοῦμε τὴν βασιλική μας καταγωγή, ὅτι εἴμαστε τὰ παιδιὰ τοῦ ὑπέρτατου Βασιλέα Θεοῦ καὶ κληρονόμοι τῆς βασιλείας Του. Νὰ κατανοήσουμε ὅτι ὁ Θεὸς Πατέρας μας εἶναι στοργικὸς καὶ μᾶς περιμένει νὰ κάνουμε τὴν ἐμφάνισή μας γιὰ νὰ τρέξει νὰ μᾶς προϋπαντήσει. Νὰ μᾶς βγάλει τὰ βρωμερὰ κουρέλια τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς φθορᾶς ἀπὸ πάνω μας, διότι ἔτσι καταντήσαμε τὴ λαμπρὴ στολὴ τῆς ψυχῆς μας, καὶ νὰ μᾶς ντύσει καὶ πάλι τὰ ἐνδύματα τῆς λαμπρότητας. Νὰ μᾶς βάλει στὸ χέρι τὸ πολύτιμο δακτυλίδι τῶν ἀρραβώνων μας μὲ τὴν αἰώνια ζωή. Νὰ μᾶς παραθέσει τὸ πλούσιο τραπέζι τῆς χρηστότητάς Του, προκειμένου νὰ ἑορτάσουμε ὅλοι μαζὶ τὸ γυρισμό μας στὸν πατρικό μας σπίτι, ὅτι νεκροὶ ἤμασταν καὶ ξαναζήσαμε, χαμένοι ἤμασταν καὶ βρεθήκαμε!     

http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/