Τοῦ Λάμπρου Κ. Σκόντζου, Θεολόγου - Καθηγητοῦ 
Ἡ Α΄ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν εἶναι ἀφιερωμένη στὴν μεγάλη ἑορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας μας. Σύμπασα ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει μὲ κάθε λαμπρότητα, μὲ κύριο χαρακτηριστικὸ τοῦ ἑορτασμοῦ τὴν περιφορὰ τῶν ἱερῶν εἰκόνων καὶ τὴν ἀνάγνωση τοῦ Συνοδικοῦ τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου σὲ ὅλους τοὺς ναούς. 
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ὅρισαν νὰ ἑορτάζεται ἡ ἡμέρα αὐτὴ σὲ ἀνάμνηση τῆς παύσης τῆς εἰκονομαχίας καὶ τῆς ὁριστικῆς ἀναστήλωσης τῶν ἱερῶν εἰκόνων ἀπὸ τὴν εὐσεβή βασίλισσα τοῦ Βυζαντίου Θεοδώρα (μετέπειτα ἁγία τῆς Ἐκκλησίας μας) στὶς 4-3-843. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ θεωρήθηκε μείζονος σημασίας διότι μὲ τὶς ἀποφάσεις τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (787), ὁλοκληρώθηκε ἡ διατύπωση τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας μας (τριαδολογικὸ καὶ χριστολογικὸ δόγμα). Ἡ εἰκονομαχικὴ ἔριδα (726-843) ὑπῆρξε ἄλλωστε ἕνας θλιβερὸς σταθμὸς... τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, ἡ ὁποία προξένησε ἀφάνταστη φθορὰ στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Μέσα ὅμως ἀπὸ αὐτὴ τὴ λαίλαπα βγῆκε καὶ κάτι θετικό, ἡ διατύπωση τῆς θεολογίας τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ἡ ὁποία κατ’ οὐσίαν, ὅπως θὰ δοῦμε, εἶναι ἐπέκταση καὶ ἀνάπτυξη τοῦ χριστολογικοῦ δόγματος. 
Ὅπως εἶναι γνωστὸ τὸ πρόβλημα τῆς εἰκονομαχίας τὸ προκάλεσαν παράγοντες ἔξω ἀπὸ τὴν Ἑλληνορθοδοξία. Ὁ Ἰουδαϊσμὸς καὶ ὁ Ἰσλαμισμὸς θεωροῦν τὸν εἰκονισμὸ ὡς εἰδωλολατρία. Γενικὰ ἡ λαοὶ τῆς Μέσης Ἀνατολῆς ἀπεχθάνονται τὴν εἰκονικὴ τέχνη, γι’ αὐτὸ καὶ πέρασε αὐτὴ ἡ νοοτροπία στὶς θρησκεῖες τους. Ἀντίθετα ὁ Ἑλληνισμός, ἡ πιὸ εὐγενικὴ ἔκφραση τοῦ παγκοσμίου πολιτισμοῦ, ὄχι μόνο δέχεται τὸν εἰκονισμό, ἀλλὰ καὶ τὸν προήγαγε σὲ ὕψιστη τέχνη. 

Ὁ Χριστιανισμὸς στὴν ὀρθόδοξη μορφή του, ὅπως εἶναι γνωστό, ἀπόρριψε τὶς προλήψεις τοῦ παρελθόντος καὶ υἱοθέτησε κάθε ἄξίά ποὺ προάγει τὴν ἀνθρώπινη προσωπικότητα. Ὁ Ἑλληνισμὸς ἔδωσε ἄπειρα στοιχεῖα χρήσιμα στὴ νέα πίστη. Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ Ἑλληνισμὸς στὴν γνήσια μορφή του μεταστοιχειώθηκε ὡς Χριστιανισμὸς καὶ συγκεκριμένα σὲ Ἑλληνορθοδοξία! 
Ἡ ἀπαράμιλλη εἰκονικὴ ἑλληνικὴ τέχνη παραλήφθηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ χρησιμοποιήθηκε γιὰ τὴν ποιμαντικὴ Της διακονία. Ἡ εἰκόνα ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν κατακομβῶν μέχρι σήμερα λειτουργεῖ ὡς τὸ βιβλίο τῶν ἀγραμμάτων στοὺς ναούς. Γιὰ νὰ εἶναι αὐτὸ σύμφωνο μὲ τὴν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ Πατέρες διατύπωσαν προσεκτικὴ διδασκαλία σύμφωνη μὲ τὶς βιβλικὲς ἐπιταγές. 

Βεβαίως ἡ Παλαιὰ Διαθήκη ἀπαγορεύει ρητὰ τὴν προσκύνηση ὁμοιωμάτων -εἰδώλων τοῦ Θεοῦ (Ἔξοδ. 20,4), ἀλλὰ μέχρι τότε ὁ Θεὸς ἦταν ἄγνωστος στοὺς ἀνθρώπους, καὶ γι’ αὐτὸ εἶχαν ἀντικαταστήσει τὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ μὲ ξόανα καὶ ἄλλα ὁμοιώματα. Αὐτὴ τὴ λατρεία ἀπαγορεύει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη. Στὴν Καινὴ Διαθήκη, τὴν ἐποχή τῆς χάρητος, ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ» (Ἰωάν. 1,14). Τὸν εἴδαμε, τὸν ἀκούσαμε «καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν» Αὐτὸν (Α΄ Ιωάν. 1,1), «Ἡμεῖς δὲ ἀνακεκαλυμμένῳ προσώπῳ τὴν δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμεθα» (Ι. Δαμασκ. P.G.94,1328). Ἡ πραγματικὴ ἐνανθρώπησή Του μᾶς ὑποχρεώνει νὰ Τὸν θεωροῦμε τέλειο ἄνθρωπο, ὅπως καὶ τέλειο Θεό. Κατὰ συνέπεια ὡς πραγματικὸς ἄνθρωπος μπορεῖ ἀκόμα καὶ νὰ εἰκονισθεῖ, διαφορετικὰ ἡ μὴ παραδοχὴ τοῦ εἰκονισμοῦ Του σημαίνει μὴ παραδοχὴ τῆς πραγματικῆς ἐνανθρώπησής Του. 

Οἱ μεγάλοι Πατέρες καὶ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ ἀναδείχθηκαν μέσα ἀπὸ τὴ λαίλαπα τῆς εἰκονομαχίας, διατύπωσαν τὸ ὀρθόδοξο δόγμα μὲ προσοχὴ καὶ εὐλάβεια. Ἡ προσκύνηση τῆς ἱερῆς εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἄλλων ἱερῶν προσώπων τοῦ Χριστιανισμοῦ δὲν εἶναι εἰδωλολατρία, ὅπως κατηγοροῦνταν ἀπὸ τοὺς εἰκονομάχους, ἀλλὰ ἡ τιμὴ ἀπευθύνεται πρὸς τὸ εἰκονιζόμενο πρόσωπο, καθότι «ἡ τῆς εἰκόνος τιμὴ ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει» (Μ. Βασίλειος P.G. 32,149) καὶ «Προσκυνοῦμεν δὲ ταῖς εἰκόσιν οὐ τὴ ὕλη προσφέροντες τὴν προσκύνησιν, ἀλλὰ δι΄αυτών τοῖς ἐν αὐταῖς εἰκονιζομένοις» (Ι. Δαμασκ. P.G.94 1356). Ἡ εὐλογία καὶ ἡ χάρη ποὺ λαμβάνει ὁ πιστὸς ἀπὸ τὴν προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων δίνεται ἀπὸ τὸ ζωντανὸ ἱερὸ πρόσωπο καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν ὕλη τῆς εἰκόνας. 
Ἡ εἰκόνα ἔχει ἐπίσης τεράστια ποιμαντικὴ χρησιμότητα. Μιὰ εἰκόνα, σύμφωνα μὲ γλωσσικὴ ἔκφραση, ἀξίζει περισσότερο ἀπὸ χίλιες λέξεις. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι μέσῳ τῆς ἐκκλησιαστικῆς εἰκονογραφίας οἱ πιστοὶ βοηθοῦνται νὰ ἀναχθοῦν στὶς ὑψηλὲς πνευματικὲς θεωρίες καὶ στὸ θεῖο. 
Οἱ εἰκονοκλαστικὲς ἀρχὲς τῆς εἰκονομαχικῆς περιόδου δυστυχῶς υἱοθετήθηκαν στὴ συνέχεια ἀπὸ διάφορες αἱρετικὲς ὁμάδες καὶ διασώζονται ὡς τὶς μέρες μας. Οἱ διάφορες προτεσταντικὲς ὁμάδες ἔχουν ὡς κύρια ἀρχή τους τον ἀνεικονισμὸ καὶ πολεμοῦν μὲ λύσσα τὴν Ὀρθοδοξία μας, ἡ ὁποία δέχεται τὴν τιμητικὴ προσκύνηση τῶν ἱερῶν προσώπων τῆς πίστεώς μας μέσῳ τῶν ἱερῶν εἰκόνων. 
Ἀπαντᾶμε στοὺς σύγχρονους εἰκονοκλάστες ὅτι ἡ Ἁγία μας Καθολικὴ Ἐκκλησία καθόρισε ἐπακριβῶς τὰ ὅρια τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς πλάνης. Μιὰ προσεκτικὴ ἀνάγνωση τοῦ «Συνοδικοῦ» τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ διαβάζεται στοὺς ναοὺς τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, περιχαρακώνει τὴν βιβλικὴ ἀλήθεια καὶ δίνει πειστικὴ ἀπάντηση στοὺς ἐπικριτὲς τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ εἰκονομαχία εἶναι ἀποστροφὴ πρὸς τὴν ὕλη, ἀπόρροια τῶν αἱρετικῶν μανιχαϊστικῶν δοξασιῶν, οἱ ὁποῖες δυστυχῶς πέρασαν μέσα στὶς διδασκαλίες πολλῶν αἱρετικῶν ὁμάδων, ὅπως καὶ τῶν συγχρόνων μας αἱρετικῶν προτεσταντῶν. 

Ἀλλὰ δὲν ἔχει μόνο σημασία γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἡ ἀναστήλωση τῶν Ἱερῶν Εἰκόνων, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν παγκόσμιο πολιτισμό. Ὁ μονολιθικὸς θρησκευτικὸς ἀνεικονισμὸς εἶχε ἀναμφίβολα ἀρνητικὲς συνέπειες γιὰ τὴν προαγωγὴ τῆς εἰκονικῆς ὡραιότητας. Ἡ εἰκόνα καὶ μάλιστα ἡ θρησκευτικὴ ἀπεικόνιση, ἀποτελεῖ βασικὸ στοιχεῖο τοῦ παγκόσμιου πολιτισμοῦ. Ἡ παγκόσμια πολιτιστικὴ κληρονομιὰ ἔχει νὰ ἐπιδείξει ἀνυπολόγιστης καλλιτεχνικῆς ἀξίας ἔργα θρησκευτικῆς ζωγραφικῆς. Τὰ σπουδαιότερα μνημεῖα – ναοὶ τοῦ κόσμου εἶναι καταστόλιστοι ἀπὸ εἰκονογραφίες ἄφθαστης τεχνοτροπίας. Τὸ ἴδιο καὶ τὰ μεγάλα μουσεῖα ἐπιδεικνύουν μὲ καμάρι εἰκόνες θρησκευτικῆς τέχνης. Εἶναι γνωστὸ σὲ ὅλους τὸ παγκόσμιο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ὀρθόδοξη εἰκονογραφία καὶ γι’ αὐτὸ ὀργανώνονται ἐκθέσεις μὲ τεράστια ἐπιτυχία. Μποροῦμε νὰ σκεφτοῦμε ποιά θὰ ἦταν τὰ ἀποτελέσματα, ἂν ἐπικρατοῦσαν οἱ εἰκονομάχοι στὸ Βυζάντιο. Δὲ θὰ εἴχαμε τὴ δυνατότητα νὰ θαυμάζουμε αὐτοὺς τοὺς θησαυρούς, οἱ ὁποῖοι εἶναι γιὰ μᾶς τοὺς ὀρθοδόξους τὸ ξεχείλισμα τῆς πίστεως τῶν διαχρονικῶν ἱερῶν εἰκονογράφων. Ἄλλωστε ἡ εἰκονογραφία γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία μας δὲν ἦταν μιὰ μονοσήμαντη καλλιτεχνικὴ ἔκφραση, ἀλλὰ βαθειὰ μυστικὴ λειτουργία τοῦ εἰκονογράφου, ὁ ὁποῖος ζωγράφιζε νηστεύοντας καὶ προσευχόμενος! 

Μελετῶντας ἐπίσης μὲ προσοχὴ τὸ «Συνοδικό», ποὺ διαβάζεται αὐτὴ τὴ μεγάλη ἡμέρα στοὺς ναούς, κατὰ τὴν τελετὴ τῆς περιφορᾶς τῶν Ἱερῶν Εἰκόνων, μποροῦμε νὰ δοῦμε ξεκάθαρα τὴ μέριμνα τῶν Πατέρων τῆς ἁγίας Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου νὰ ἀποκαθαρθεῖ ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ περιρρέουσες ἰδέες τοῦ παρελθόντος, τὶς ὁποῖες κάποιοι ἀναμίγνυαν μὲ τὴν διδασκαλία Της, ὥστε νὰ ἐπικρατεῖ σύγχυση στοὺς πιστούς. Βεβαίως τὸ θέμα αὐτὸ εἶναι μεγάλο δὲν ἐξαντλεῖται σὲ μιὰ παράγραφο τοῦ παρόντος ἄρθρου. Κάποιοι, τὰ τελευταῖα χρόνια, ποὺ ἀρέσκονται νὰ παριστάνουν τους «ἑλληναράδες», ἀσκοῦν σκληρὴ κριτικὴ κατὰ τῶν «ὅρων» τῆς ἁγίας Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅτι δῆθεν μέσῳ αὐτῶν ...ὑβρίζεται ὁ ἑλληνισμός! Δὲν κάνουν τὸν κόπο ὅμως νὰ μελετήσουν τὴν ἀντιφατικότητα καὶ τὸ ξεπερασμένο αὐτῶν τῶν ἀπόψεων, τὶς ὁποῖες ἂν καὶ κάποιες ἀπὸ αὐτὲς τὶς διατύπωσαν διακεκριμένοι σοφοὶ καὶ συγγραφεῖς τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος, ὅπως εἶναι οἱ πλατωνικὲς ἰδέες γιὰ τὴν προΰπαρξη τῶν ψυχῶν, τὶς ὁποῖες πρῶτοι (ἡ πλειοψηφία) τῶν ἄλλων ἀρχαίων σοφῶν τὶς ἀπέρριπτε (π.χ. σοφιστές, ἐπικούρειοι, κλπ)! Ἢ ἔστω τὴν ἄποψη κάποιων ἄλλων σοφῶν, οἱ ὁποῖοι δίδασκαν τὴν αἰωνιότητα τοῦ ὑλικοῦ κόσμου, τὴν ὁποία καὶ αὐτὴ εἶχαν ἀπορρίψει πάμπολλοι ἄλλοι σοφοί, ὅπως οἱ νεοπλατωνικοί, διότι ἔρχεται σὲ κραυγαλέα ἀντίθεση μὲ τὸ «Ἕνα», τὴν πρωταρχικὴ ἀρχὴ τοῦ κόσμου! Ἀφοῦ λοιπὸν οἱ θεωρίες αὐτὲς ἦταν ἀπορριπτόμενες ἀπὸ ἄλλους σοφοὺς τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος, γιατί νὰ τὶς υἱοθετήσει ἡ Ἐκκλησία, γιὰ τὴν Ὁποία αὐτὲς ἦταν ἀντίθετες μὲ τὴ διδασκαλία Της; Ἂς ἀποκαλέσουν πρῶτα ὑβριστὲς τῆς Ἑλλάδος τοὺς σοφιστὲς καὶ τοὺς ἐπικούρειους, οἱ ὁποῖοι δὲν δέχονταν καὶ πολεμοῦσαν τὸ ἰδεοκρατικὸ σύστημα τοῦ Πλάτωνος. Ἐπίσης ἂς ἀποκαλέσουν πρῶτα τὸν Πλάτωνα ὑβριστὴ τῆς Ἑλλάδος, διότι θεωροῦσε μόνες πραγματικότητες τὶς ἀρχετυπικὲς ἰδέες καὶ τὸν ὑλικὸ κόσμο μὴ πραγματικό, «φάσμα τῶν ἰδεῶν» καὶ μετὰ τὴν Ἁγία μας Ἐκκλησία καὶ τοὺς θεοφόρους Πατέρες μας! Ἀσφαλῶς θὰ τρίζουν τὰ τιμημένα κόκκαλα ὅλων τῶν ἀρχαίων σοφῶν προγόνων μας, οἱ ὁποῖοι ἤξεραν νὰ βιώνουν τὸ σεβασμὸ πρὸς τὸν ἄλλον, ἔστω καὶ ἂν διαφωνοῦσε μαζί τους! Θὰ τρίζουν ἀπὸ ἀγανάκτηση, διότι κάποιοι φανατικοί, ἀμαθεῖς καὶ ἐμπαθεῖς ἔχρισαν τοὺς ἑαυτούς τους σὲ ὄψιμους τιμητὲς καὶ ὑπερασπιστές τους, μὴ γνωρίζοντας οἱ δύστυχοι ὅτι ὁ διαχρονικὸς ἑλληνικὸς πολιτισμός, ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ἱστορίας, ὡς τὰ σήμερα, εἶναι σύνθεση καὶ ὄχι δογματικὴ μονολιθικότητα! Οἱ θεοφόροι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὡς γνήσιοι Ἕλληνες (στὴν καταγωγή, τὴ σκέψη καὶ τὴ νοοτροπία) καὶ ἐν προκειμένῳ οἱ Πατέρες τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, σκέφτηκαν καὶ ἔπραξαν ἑλληνικά, ἐκφράστηκαν σύμφωνα μὲ τὰ πιστεύω τους, ἐλεύθερα καὶ ἀπέκλεισαν κάποιες ἰδέες ἀπὸ τὴν ἐπίσημη διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖες δὲ συμφωνοῦσαν μὲ Αὐτήν. Σκέφτηκαν καὶ ἔπραξαν ὅπως οἱ φημισμένοι πρόγονοί τους, οἱ ὁποῖοι ἦταν ἐκλεκτικοί, καὶ ὅπως κάνουν οἱ Ἕλληνες οἱ μεταγενέστεροι. Ἔπραξαν ὅ, τί ἔπρατταν οἱ σοφιστὲς ἢ ἡδονιστές, κατὰ τῶν ἰδεοκρατὼν ἢ ὅ, τί ἔπραττε ὁ μέγας Σωκράτης κατὰ τῶν σοφιστῶν, οἱ ὁποῖοι ὑπεράσπιζαν τὶς ἀρχές τους, ἀπορρίπτοντας ὅ, τί δὲ συμφωνοῦσε μὲ αὐτές. Θλιβερὴ ἐξαίρεση στὴ μακραίωνη παράδοσή μας εἶναι οἱ σύγχρονοι ἀρχαιόπληκτοι «ἀρχαιολάτρες» καὶ ἄλλοι θωλοκουλτουριάρηδες, οἱ ὁποῖοι πάσχουν ἀπὸ ἀνίατο μονισμὸ γιὰ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα. Λὲς καὶ οἱ ἀρχαῖοι τοὺς «διόρισαν ἀγροφύλακες» στὰ ἀθάνατα διαχρονικά τους κτήματα, τὰ ὁποῖα εἶναι πιὰ κτήματα ὅλου τοῦ πολιτισμένου κόσμου καὶ πιὸ πολὺ σὲ μᾶς τοὺς ἀπογόνους τους! Ὑβριστὴς τῶν ἀρχαίων προγόνων μας δὲν εἶναι ἡ Ἐκκλησία μὲ τὸν ἀπόλυτα δικαιολογημένο ἐκλεκτισμό Της, ἀλλὰ πραγματικοὶ ὑβριστὲς εἶναι ὅσοι βρίζουν τὸν διαχρονικὸ Ἑλληνισμό. Ἐν προκειμένῳ, πραγματικοὶ καὶ μάλιστα ἄθλιοι ὑβριστὲς εἶναι ὅσοι βρίζουν, μὲ τὴ γνωστὴ ψυχοπαθολογικὴ ὑστερία, τὴν πίστη ἑκατομμυρίων νεοελλήνων, οἱ ὁποῖοι σὲ πεῖσμα τῶν ὑβριστῶν τους βιώνουν τὸ ἑλληνικὸ ἰδεῶδες ἴσως γνησιότερα ἀπὸ ἐκείνους! 

Σὲ ἀντίθεση μὲ ὅλους τοὺς λογὶς εἰκονοκλάστες, ἐμεῖς, ὡς ὀρθόδοξοι χριστιανοί, μετέχουμε τῆς ἀλήθειας καὶ ταυτόχρονα, ὡς ἕλληνες, μετέχουμε τοῦ ὡραίου. Χάρη σ' αὐτὲς τὶς δύο σταθερὲς διαφέρουμε ἀπὸ ὅλους ὅσους ἔχουν μονοσήμαντες πίστεις καὶ ἀναγάγουν τὸν μονισμὸ σὲ ἔχουμε τὸ προβάδισμα στὴν ἀληθινὴ πρόοδο καὶ τὸν παγκόσμιο πολιτισμὸ καὶ ἀναγκάζονται οἱ ἄλλοι νὰ μᾶς ἀκολουθοῦν... 

http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2024/03/blog-post_682.html?m=1