Αγαπημένε μου κατηχητή,

Αγαπημένη μου κατηχήτρια ,

Στην τέταρτη Κυριακή των Νηστειών, παρουσιάζεται ενώπιον μας ένα ακόμη θαύμα τού Χριστού μας. Για μία επιφανειακή ανάγνωση, αυτό που μένει είναι ακόμη μία επιβεβαίωση της παντοδυναμίας Του.  Αν μάλιστα παραμείνει κανείς σ’ αυτήν την επιφανειακότητα, μια ακόμη εξιστόρηση ενός θαύματος ίσως και να μην προκαλεί κάποια ιδιαίτερη εντύπωση. Αξίζει όμως τον κόπο να αφιερώσει κανείς λίγο χρόνο για να βρεθεί σε ένα δεύτερο βαθύτερο επίπεδο. Εκεί όπου οι χαρακτήρες της περικοπής αποκαλύπτονται και γίνονται μέτρο των δικών μας καταστάσεων και αναδράσεων.  Ας δούμε όμως την περικοπή:

Μρκ. 9, 17-31

7Τότε ένας μέσα από το πλήθος τού αποκρίθηκε: «Διδάσκαλε, έφερα σ’ εσένα το γιο μου, γιατί έχει μέσα του δαιμονικό πνεύμα που τον κάνει άλαλο. 18Κάθε φορά που τον πιάνει, τον ρίχνει κάτω και τότε βγάζει αφρούς, τρίζει τα δόντια και μένει ξερός. Είπα στους μαθητές σου να διώξουν αυτό το πνεύμα, αλλά δεν μπόρεσαν». 19«Άπιστη γενιά!» αποκρίθηκε ο Ιησούς. «Ως πότε θα είμαι μαζί σας; Πόσον καιρό ακόμη θα σας ανέχομαι; Φέρτε μου εδώ το παιδί». Εκείνοι του το έφεραν. 20Μόλις το πνεύμα είδε τον Ιησού, αμέσως τάραξε το παιδί, κι εκείνο έπεσε καταγής και κυλιόταν βγάζοντας αφρούς. 21«Πόσος καιρός είναι που του συμβαίνει αυτό;» ρώτησε ο Ιησούς τον πατέρα του παιδιού. Εκείνος απάντησε: «Από μικρό παιδί. 22Πολλές φορές μάλιστα και στη φωτιά τον έριξε και στα νερά για να τον εξολοθρέψει. Αλλά αν μπορείς να κάνεις κάτι, σπλαχνίσου μας και βοήθησέ μας». 23Ο Ιησούς του είπε τούτο: «Εάν μπορείς να πιστέψεις, όλα είναι δυνατά γι’ αυτόν που πιστεύει». 24Αμέσως τότε φώναξε δυνατά ο πατέρας του παιδιού και είπε με δάκρυα: «Πιστεύω, Κύριε! Αλλά βοήθησέ με, γιατί η πίστη μου δεν είναι δυνατή». 25Βλέποντας ο Ιησούς ότι συγκεντρώνεται κόσμος, πρόσταξε το δαιμονικό πνεύμα μ’ αυτά τα λόγια: «Άλαλο και κουφό πνεύμα, εγώ σε διατάζω: βγες απ’ αυτόν και μην ξαναμπείς πια μέσα του». 26Βγήκε τότε το πνεύμα, αφού κραύγασε δυνατά και συντάραξε το παιδί. Εκείνο έμεινε αναίσθητο, έτσι που πολλοί έλεγαν ότι πέθανε. 27Ο Ιησούς όμως το έπιασε από το χέρι του, το σήκωσε, κι αυτό στάθηκε όρθιο.

28Όταν μπήκε ο Ιησούς στο σπίτι, τον ρώτησαν οι μαθητές του ιδιαιτέρως: «Γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να βγάλουμε αυτό το δαιμονικό πνεύμα;» 29Κι εκείνος τους απάντησε: «Αυτό το δαιμονικό γένος δεν μπορεί κανείς να το βγάλει με τίποτε άλλο παρά μόνο με προσευχή και νηστεία».

30Έφυγαν από ’κει και προχωρούσαν διασχίζοντας τη Γαλιλαία. Δεν ήθελε ο Ιησούς να μάθει κανείς ότι περνούσε από ’κει, 31γιατί δίδασκε τους μαθητές του και τους έλεγε: «Ο Υιός του Ανθρώπου θα παραδοθεί σε χέρια ανθρώπων, που θα τον θανατώσουν· την τρίτη όμως ημέρα μετά το θάνατό του θ’ αναστηθεί».

Ο Ιησούς  βεβαίως είναι ο μόνιμος πρωταγωνιστής. Μπροστά Του μία ακόμη τραγική περίπτωση:  Ένας νέος άνθρωπος, ο οποίος, από μικρός βασανίζεται από δαιμόνιο. Τον συνοδεύει μία, ίσως περισσότερο τραγική φιγούρα: Ο πατέρας του. Η θαυματουργική ίαση τελικώς θα γίνει, πίσω όμως από τις λεπτομέρειες ίσως και να κρύβονται μεγάλες αλήθειες.

Καταρχάς, υπάρχει ένα γεγονός που φέρνει σε αντιπαραβολή το απόλυτο φως με το απόλυτο σκοτάδι: Αμέσως πριν την εξιστόρηση αυτή,  ο Χριστός έχει κατέβει από το όρος Θαβώρ, όπου, ενώπιον των τριών Μαθητών, έχει ενδυθεί το φως ως ιμάτιον και έχει αποκαλύψει την υπερκόσμια Δόξα Του (Μρκ. 8, 2-8). Φως εκτυφλωτικό, φως κατάλευκο, φως ενός άλλου κόσμου που κάνει τον ήλιο να φαίνεται σκοτάδι. Αυτή είναι η ατμόσφαιρα της αμέσως προηγούμενης εξιστόρησης του Ευαγγελίου του Αγίου Μάρκου. Αμέσως μετά, το απόλυτο σκοτάδι: Τα πονηρά δαιμόνια. Λίγο πριν, ο παροξυσμός της αγαλλίασης και του θαυμασμού εκ μέρους των μαθητών. Τώρα η εξουσία του διαβόλου και η ανθρώπινη τραγωδία.

Μέσα σε δύο σελίδες, από την θεϊκή δόξα μεταβαίνουμε  στο φρικτό βασίλειο των Δαιμόνων, καθώς ψηλαφούμε τον τρόμο της αβύσσου. Και τα δύο είναι αλήθεια: Όσο λάθος κάνει κάποιος να αρνείται το φως, να ζει, σαν να μην υπάρχει και να θεωρεί πως υπάρχουν μόνον εκείνα που έχει να δώσει η γήινη πραγματικότητα, τόσο λάθος κάνει εκείνος που ζει σαν να μην υπάρχει σκοτάδι, σαν να είναι η ανθρώπινη τραγωδία κάτι το φυσιολογικό, με το οποίο πρέπει να συμβιβαστούμε και να μάθουμε να ζούμε. Με τι να μάθεις όμως να ζεις; Με τους σπασμούς της ανθρώπινης ύπαρξης, ίδιους με τους σπασμούς του κορμιού αυτού του νέου; Να μάθεις να ζεις με την αλλοφροσύνη, την απώλεια της συνείδησης, την δαιμονική αυτοκαταστροφή που κάνει έναν νέο άνθρωπο να πέφτει τη φωτιά ή να πετιέται σαν ένα σακί κόκκαλα στο νερό; Είναι αυτή η ζωή για την οποία πλαστήκαμε; Είναι αυτή ζωή που να αξίζει κανείς να τις ζήσει;

Δε νομίζω αγαπημένοι μου κατηχητές πως θα κουραστείτε πολύ να επεκτείνετε την κατάντια του σημερινού δαιμονισμένου νέου στην κατάσταση της ανθρωπότητας σήμερα. Μπορεί και να μας σοκάριζε το θέαμα ενός δαιμονισμένου και δεν ξέρω πόσοι από μας έχουν μια τέτοια εμπειρία. Το βέβαιον όμως είναι ότι μας σοκάρει λιγότερο έως και καθόλου το θέαμα μιας κοινωνίας που έχει αποδεχτεί  πλέον την αυτοκαταστροφή και το σκοτάδι, μια κοινωνία χωρίς λογική, μια κοινωνία κυριολεκτικά άλαλη και για τον παραμικρότερο λόγο αγάπης και συγνώμης. Η αλήθεια είναι πως έχουμε κρατήσει κάποιες ελπίδες ζωντανές για μια λυτρωτική παρέμβαση του Θεού στην όλο και συχνότερα εφιαλτική καθημερινότητα. Πολύ φοβούμαι όμως ότι η εσωτερική μας ψυχολογική και πνευματική κατάσταση θυμίζει πολύ τον πατέρα του σημερινού δαιμονισμένου .

Αν θέλετε, παρακολουθήστε τον: Ψάχνει λύση άμεση και πρακτική, ένα θαύμα γρήγορο  και χωρίς πολλά πολλά για να βγάλει επιτέλους μια άκρη. Και βέβαια, πώς να τον αδικήσεις και πώς να τον κατηγορήσεις; Χρόνια ολόκληρα βιώνει μια τραγωδία. Πού να έχει μείνει πλέον δύναμη ψυχής για να ζητήσει κάτι περισσότερο από μια λύση σε ένα πρόβλημα που τον έχει γονατίσει; Και όμως, ο Χριστός δεν μοιάζει να είναι μαζί του τόσο επιεικής . Τον ακούει και η πρώτη Του αντίδραση είναι να ονομάσει στο πρόσωπο του μια ολόκληρη γενεά ως άπιστη και ανυπόφορη. Τι να ενόχλησε τόσο τον Χριστό μας; Το πιθανότερο είναι πως , όπως επισημαίνει ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς σ΄ ένα κείμενό του στο οποίον ερμηνεύει την σημερινή περικοπή (Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, τ. 9, σ. 328), η πρώτη προσέγγιση του πατέρα δεν περιλαμβάνει κανένα απολύτως αίτημα.

«Διδάσκαλε»  του λέει  «έφερα σε σένα το γιο μου γιατί έχει μέσα του δαιμονικό πνεύμα που τον κάνει άλαλο» (στ. 17) . Και συνεχίζει να περιγράφει τα συμπτώματα. Η όλη του στάση δείχνει έναν άνθρωπο που παίρνει τις αποστάσεις του και προετοιμάζει τον εαυτό του , όχι για ένα θαύμα που θα γίνει,  αλλά για ένα θαύμα που ΔΕΝ θα γίνει. Άλλωστε παρακάτω , απευθύνεται στον Ιησού λέγοντάς του: «ΑΝ μπορείς , κάνε κάτι « (στ. 22). Είναι τότε που η απάντηση του Χριστού είναι άμεση:

«Εάν εσύ μπορείς να πιστέψεις, τότε είναι δυνατόν κάτι να γίνει» (στ. 23). Αναλογιστείτε λιγάκι τη σημασία αυτής της απάντησης: Τη δύναμη του θαύματος ο Χριστός την αφαιρεί από τον εαυτό Του και την μετατοπίζει στην πίστη του πατέρα. Ουσιαστικά τον καθιστά υπεύθυνο για την υγεία του παιδιού του και έμμεσα τον κατηγορεί που μέχρι τώρα δεν έχει φροντίσει να αποκτήσει την απαραίτητη πίστη που θα έδινε στο ταλαιπωρημένο του παιδί τη γιατρειά .

Το νόημα της απάντησης του Χριστού γίνεται αμέσως αντιληπτό. Η ψυχική του κατάσταση αμέσως αλλάζει και είναι σαφέστατο πως αλλάζει και η εξωτερική του στάση: Ο αποστασιοποιημένος πατέρας αφήνει ξαφνικά να φανεί όλος  του ο πόνους και κάνει το μεγάλο άλμα, το άλμα πάνω από τη λογική , το άλμα πάνω από τη κάθε επιφύλαξη:

«Πιστεύω Κύριε» κραυγάζει . Και μάλιστα κραυγάζει με δάκρυα (στ. 24-25). Τα τόσο αγαπημένα δάκρυα στους νηπτικούς Πατέρες της Εκκλησίας μας, μεταξύ των οποίων δεσπόζουσα θέση κατέχει ο μέγας  Πατήρ της Μυστικής Θεολογίας, ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, που σήμερα τιμάται η μνήμη του . Μαζί με αυτή την πίστη, την πηγαία και αυθόρμητη, αποκαλύπτεται και μία σπουδαία αρετή , που ίσως δεν περίμενε κανείς να την βρει σε έναν πατέρα που τόσο επιφανειακά στην αρχή παρουσιάζεται να προσεγγίζει το Χριστό και τους Μαθητές Του. Μιλώ για την αρετή της αυτομεμψίας . Ο ίδιος άνθρωπος έχει επίγνωση της ασθενικής του πίστης αλλά και αυτήν δεν την ομολογεί απλώς αλλά την καταθέτει στα πόδια του Χριστού και ζητάει ακόμη ένα θαύμα, αυτή τη φορά όμως γι’ αυτόν.

«Βοήθει μου τη απιστία» (στ. 24)

Δεν είναι λοιπόν μόνον η παντοδυναμία του Χριστού η κεντρική ιδέα της σημερινής περικοπής . Είναι και η εσωτερική διαδρομή του πατέρα, η οποία μοιάζει να είναι πολύ οικεία σε μας . Σε εμάς, με την ασθενική πίστη που ίσως και να μην αμφιβάλλουμε ότι γίνονται θαύματα, κρατάμε όμως και ένα κομμάτι του εαυτού μας «προσγειωμένο» στη γη, ετοιμάζοντας την ψυχή μας για την μεγάλη απογοήτευση. Σήμερα, το μήνυμα είναι σαφές: Την δύναμη του θαύματος την καθορίζει η πίστη μας και η απιστία μας είναι εκείνη που την εμποδίζει . Όντως βαρύς ο λόγος και βαριά η ευθύνη. Βαριά και συνάμα υπέροχη. Αποκαλυπτόμεθα όντως συνεργοί κατά χαρίν της λυτρώσεως του εαυτού μας και ολόκληρου του κόσμου . Όποιος συνειδητοποιήσει τη μεγάλη αυτή δύναμη και την μεγάλη ευθύνη που έχει στα χέρια του, ίσως δώσει λίγο ακόμη  ζήλο και λίγη ακόμη  σημασία στην προσευχή , ιδιαίτερα τις ημέρες αυτές . Βαδίζουμε οδόν συνειδητοποιήσης μεγάλης ευθύνης για όσα συμβαίνουν μέσα μας και γύρω μας . Το φως και το σκοτάδι είναι ΚΑΙ επιλογή μας. Και αν νιώθουμε τις δυνάμεις της ψυχής μας εξασθενημένες να επωμιστούν αυτό το βάρος, μένει πάντα η έσχατη προσευχή της ελπίδας και της νέας αρχής:

 Δεν πιστεύω Κύριε, όμως Εσύ μπορείς να κάνεις την απιστία μου πίστη .

 Αμήν!


https://www.pemptousia.gr/2024/04/pamekatichitiko-den-pistevo-kirie