α)  Ὁ θάνατος ὡς γεγονός.

   «Καὶ ἐνετείλατο Κύριος ὁ Θεὸς τῷ ᾿Αδὰμ λέγων· ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ βρώσει φαγῇ, ἀπὸ δὲ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ· ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» ( Γέν. 2, 16-17).

   Ὅταν ὁ Θεός ἔπλασε τον ἄνθρωπο, τόν ἔπλασε «κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν» (Γέν. 1, 26) δική Του. Καί αὐτό το ἔκανε με μία προοπτική, τήν προοπτική τῆς αἰωνιότητος. Νά ζήσει ὁ ἄνθρωπος αιωνίως καί ἐνωμένος μέ τόν Τριαδικό Θεό.

  Ἡ παρακοή ὅμως, τοῦ ἀνθρώπου στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἀπό ἐκείνη τήν ὥρα, ἡ εἴσοδος τῆς ἁμαρτίας στη ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ἔφεραν τήν πτώση ἀπό τήν ζωή στόν θάνατο, ἀπό τήν τρυφή τοῦ παραδείσου στήν δυστυχία τοῦ κόσμου τούτου, ἀπό τήν μακαριότητα στό πένθος.

  Ὁ Θεός ἦταν καταφατικός, «θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» ( Γέν. 2,17). Θά πεθάνετε σωματικά, θά πεθάνετε καί πνευματικά. Κατά τόν Ἱερό Χρυσόστομο ἡ παράβαση τῆς θείας ἐντολῆς ἔφερε τον θάνατο, διότι πρῶτα ἔγινε ἡ ἁμαρτία καί κατόπιν ἀκολούθησε ὁ θάνατος, ὁ πικρός καρπός της. Στό ἐξῆς, ὁ θάνατος συμβαδίζει μέ τήν ἁμαρτία μαζί μέ τίς συνέπειές του: τούς φόβους, τίς θλίψεις, τούς πόνους, τίς ἀσθένειες, τούς ἐλέγχους τῆς συνειδήσεως, τό πένθος καί κυρίως τόν πνευματικό θάνατο, πού εἶναι ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τόν Θεό.[1]

  Σέ ἕναν τέτοιο κόσμο, τό πένθος, γενικότερα γιά τήν πτώση καί τήν ἁμαρτία ἀλλά καί εἰδικώτερα γιά τόν θάνατο εἶναι στήν καθημερινή ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ θάνατος κατέστη καθολικό φαινόμενο. Ἀπό τότε ὁ θάνατος «εἰς πάντας τούς ἀνθρώπους διῆλθεν,ἐφ’ ᾧ πάντες ἥμαρτον» (Ρωμ. 5,12), ἀλλά «καί οἱ ἐν τῷ Ἀδάμ πάντες ἀποθνήσκουσι» (Ἀ Κορ. 15,22).

   Πλέον χάνουμε προσφιλή μας πρόσωπα καί τό πένθος γίνεται καθημερινό βίωμα. Ἡ θλίψη μας, ἐκφράζεται μέ θρήνους, δάκρυα καί σπαραγμό τῆς ψυχῆς, πράγμα φυσικό. Ἡ ἐκκλησία ἐξ ἄλλου δέν ζητᾷ ἀπό μᾶς τήν ἀπάθεια ἥ τήν ἀδιαφορία ἐνώπιον τοῦ θανάτου, ἀφοῦ καί αὐτός ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός δάκρυσε γιά τόν θάνατο τοῦ φίλου Του Λαζάρου.

  Στήν Παλαιά Διαθήκη διαβάζουμε «Εἶναι ὠφελιμώτερον τὸ νὰ ἐπισκεφθῇ κανεὶς ἕνα σπίτι ποὺ ἔχει πένθος, παρὰ νὰ μεταβῇ εἰς σπίτι ὅπου γίνεται συμπόσιον, διότι αὐτό, ὁ θάνατος δηλαδή, εἶναι τὸ τέλος κάθε ἀνθρώπου, καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ ζῇ, ἂς τὸ φέρῃ εἰς τὸν νοῦν του καὶ ἂς σκέπτεται τὸ ὠφέλιμον» (Ἐκκλ. 7,2). Καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει πρός Ρωμαίους «χαίρειν μετὰ χαιρόντων καὶ κλαίειν μετὰ κλαιόντων» (Ρωμ. 12,15). Ὁ δέ Μ. Βασίλειος τονίζει ὅτι πρέπει νά ἐπισκεπτώμαστε ὅσους πενθοῦν καί νά τούς ὠφελοῦμε μέ λόγους παρηγορητικούς, νά μήν κυριευόμαστε ὅμως ἀπό τήν θλίψη, οὔτε νά μιμούμαστε τούς θρήνους καί τίς φωνές ἐκείνων, πού δέν πενθοῦν μέ τρόπο θεοφιλή.[2]

  Ὁ πιστός ἄνθρωπος πρέπει νά κυριαρχεῖ στόν ἑαυτό του καί νά μήν λυπεῖτε πέραν τοῦ μέτρου. Διότι ἀπό τήν ἄμετρο λύπη οὔτε ὁ νεκρός ὠφελεῖτε οὔτε αὐτός πού πενθεῖ [3]. Καί ὁ Χρυσόστομος λέει, τό νά μήν λυπηθεῖ ὁ ἄνθρωπος γιά τόν θάνατο συγγενοῦς του δέν εἶναι ἀνθρώπινο.[4] 

 

      β) Ἡ ἀπώλεια συγγενικῶν προσώπων.

  Πάντως ἡ ἀπώλεια στένων συγγενικῶν προσώπων (συζύγου, τέκνων), ἔχει περισσότερο πόνο, ἐπομένως καί φέρει περισσότερο πένθος. «Διχοτομίαν», ὀνομάζει ὁ Μ. Βασίλειος τόν χωρισμό τῶν συζύγων ἀπό τόν θάνατο καί παρηγορεῖ μέ τήν ὑπόμηνση, ὅτι ὁ θάνατος εἶναι κοινός κλῆρος ὅλων τῶν ἀνθρώπων.[5]

  Ὁ Ἰερός Χρυσόστομος πάλι λέει σέ μία νεαρή χήρα «Ἄφησε τούς θρήνους. Συνέχισε τήν ἴδια μέ ἐκεῖνον ζωή ἥ μᾶλλον ἀκόμη περισσότερο προσεκτική. Ἔτσι θά μπορέσεις νά συγκατοικήσεις καί νά ἐνωθεῖς πάλι μαζί του εἰς τούς ἀθανάτους αἰῶνας. ὄχι βεβαίως μέ αὐτήν ἐδῶ τήν τοῦ γάμου συνάφειαν, ἀλλά μέ ἑτέραν πολλῷ βελτίονα. Ἐδῶ ὑπάρχει μόνο σύνδεσμος σωμάτων. ἐνῷ τότε θά πραγματοποιηθεῖ ἔνωσις ψυχῆς πρός ψυχήν. ἔνωσις τελειοτέρα, πολύ γλυκυτέρα καί ἀνωτέρα τῆς ἐδῶ σωματικῆς καί σαρκικῆς ἐνώσεως».[6] 

  Τό πένθος σέ ἕνα παιδί γίνεται ἀκόμη βαρύτερο. Διότι γονεῖς χάνουν τά παιδιά τους, στά ὀποία ἔχουν στηρίξει τά πάντα. Ἀλλά καί ἄν γιά τόν  ἄνθρωπο εἶναι ἀφύσικος ὁ θάνατος, τότε ὁ θάνατος ἑνός παιδιοῦ εἶναι περισσότερο ξένος καί ἀφύσικος.

  Ο Μ. Βασίλειος γράφει σέ ἕναν πατέρα. Μήν λησμονεῖς ὅμως, ὅτι τόν άγαπητόν σου δέν τόν κατέκρυψε ἡ γῆ, ἀλλά τόν ὑπεδέχθη ὁ οὐρανός. Τόν μετέστησεν ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος οἰκονομεῖ πανσόφως τήν ζωή μας.[7]  

   Ὁ Ἱερός Χρυσόστομος θά προσθέσει πώς, δέν παρέλαβε τό παιδί σου ἄνθρωπος, ἀλλ’ ὁ Θεός ὁ ποιήσας. Αὐτός ὁ ὁποῖος φροντίζει γιά σένα περισσότερο ἀπό κάθε ἀλλον. Δέν τόν παρέλαβε κανεῖς ἐχθρός ἤ ἐπίβουλος ἄνθρωπος. Τό παιδί σου τό ὁποῖον εἶναι στόν οὐρανό, δέν ἔχεις κανένα λόγο ν’ ἀνησυχεῖς οὔτε νά τρέμεις ὅτι θά πάθει κάτι κακό.[8]

  Ὄπως ἀναφέραμε, οἱ Πατέρες τῆς ἐκκλησίας δέν καταδικάζουν τό πένθος. Ἀπό τό γογγυσμό ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, τήν ἀγανάκτηση καί τήν δυσφορία κατά τίς ὧρες τῶν θλίψεων καί ἰδιαιτέρως τοῦ θανάτου τῶν μικρῶν παιδιῶν, θέλουν νά μᾶς προστατεύσουν.


    γ) Ἡ Νεκρώσιμος Ἀκολουθία.   

   Ἡ Νεκρώσιμος Ἀκολουθία εἶναι ἕνα ἐξαίρετο παράδειγμα τοῦ τρόπου, μέ τόν ὁποῖο ἡ Ὁρθόδοξος Θεολογία ἐπιδρᾶ στήν διαμόρφωση ἑνός ὑγιοῦς πολιτισμοῦ. Διότι ἐπιτυγχάνει α) νά χρησιμοποιήσει τήν εὐκαιρία τοῦ θανάτου γιά νά βοηθήσει τόν ἄνθρωπο νά ἀναπτύξει μια βαθύτερη κατανόηση τοῦ νοήματος καί τῆς προοπτικῆς τῆς ζωῆς. β) νά βοηθήσει τόν ἄνθρωπο νά ἀντιμετωπίσει τά συναισθήματά του γιά τόν θάνατο. γ) νά ὑπογραμμίσει τό γεγονός, ὅτι ὁ θάνατος γιά τόν χριστιανό, δέν εἶναι τό ἴδιο πρᾶγμα ὅπως γιά ἐκείνους πού δέν ἔχουν ἐλπίδα. δ) νά ἀναγνωρίσει τήν ὕπαρξη τῶν συναισθημάτων θλίψεως, πού ὁ χωρισμός ἀπό ἕνα προσφιλές πρόσωπο δημιουργεῖ, καί νά ἐνθαρρύνει τήν ἔκφρασή τους. Ὁ δυτικός κόσμος στήν προσπάθειά του νά καταπνίξει τήν θλίψι, πού προκαλεῖ ὁ θάνατος, ἔχει ἐπιδιώξει τήν μεταμφίεσή του. Ἔχει κάνει τήν ζωή μιά μάσκα, γιά νά καλύψει μέ αὐτή τήν ὄψη τοῦ θανάτου.[9]

  Ἡ Μετοχή μας στήν νεκρώσιμη ἀκολουθία, εἶναι πολύ σημαντική καί γιά τόν κεκοιμημένο ἀδελφό μας, πρωτίστως ὄμως, γιά μας τούς ἴδιους. Εἶναι μία ἀναστάσιμη ἀκολουθία, στήν ὀποία συμπυκνώνεται ὅλο τό σχέδιο τῆς θεῖας οἰκονομίας, ἡ δημιουργία, ἡ πτώση, ἡ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, καί ἡ προσδοκία τῆς ἀναστάσεως καί τῶν δικῶν μας σωμάτων κατά τήν φοβερά Δευτέρα Παρουσία του Χριστοῦ μας.

  Δέν εἶναι τυχαῖο, ὅτι τήν ὥρα τῆς ἀκολουθίας ἡ εἰκόνα πού βρίσκεται πάνω στό λείψανο τοῦ ἀνθρώπου καί πού μετά προσκυνοῦμε, εἶναι αὐτή τῆς Ἀναστάσεως. Μεγάλη ἐλπίδα παίρνουμε ἀπό αὐτήν τήν ἀκολουθία. Τονίζεται ἡ Ἀνάσταση, ἐνισχύεται ἡ πίστη μας στήν Ἀνάσταση, παίρνουμε ἐλπίδα ἀπό τήν Ἀνάσταση.

  Ἐδῶ νά σημειώσουμε, πόσο ἄσχημο πράγμα εἶναι ἡ καύση τῶν νεκρῶν. Τί χάνουν καί τί κακό κάνουν οἱ ἄνθρωποι στήν ζωή τους, μέ αὐτήν τήν ἀπόφασή τους. Μία ἐνέργεια καθαρά βλάσφημη πρός τόν Θεό καί στερημένη κάθε χάριτος.

  Ἐπίσης, πόσο λάθος εἶναι μερικές φορές καί οἱ ἐκφωνήσεις ἐπιταφίων λόγων, εἶτε ἀπό κληρικούς εἶτε πόσο μᾶλλον ἀπό λαϊκούς, πού κυριολεκτικά νοιώθεις ὅτι χάνεις ὅσα πῆρες ἀπό αὐτήν τήν Ἀναστάσιμη νεκρώσιμη ἀκολουθία.

  Κατά τόν Συμεών Θεσσαλονίκης, τό «Τρισάγιον», ψάλλεται σέ αὐτούς πού ἀποθνήσκουν, διότι καί αὐτοί εἶναι δούλοι τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Διότι αὐτόν ὡμολόγησαν καί ἐν πίστει πρός αὐτόν ἐτελειώθησαν. Καί διότι πρός τήν Ἁγία Τριάδα κατευθύνονται. Ἐκεῖ θά συναριθμηθοῦν μέ τούς Ἁγίους Ἀγγέλους, οἱ ὁποῖοι ἀναπέμπουν στόν Θεό ἀκαταπαύστως τόν Τρισάγιον Ὕμνον.[10]


  δ) Τά Ἱερά Μνημόσυνα.

  Ἐδῶ νά τονίσουμε, ὅτι μνημόσυνα γίνονται πάντα μέ κόλλυβα (βρασμένο σιτάρι). Ἡ Ἐκκλησία μας, ὡς στοργική μητέρα δέν ξεχνάει τά παιδιά της πού ἀπῆλθαν ἀπό τήν στρατευομένη ἐκκλησία, στήν θριαμβεύουσα. Γι’ αὐτό καί ἔχει προνοήσει εἰδικές ἀκολουθίες γιά τήν ἀνάπαυση τῶν ψυχῶν τῶν ἀδελφῶν μας (τρισάγια, Ψυχοσάββατα, μνημόσυνα).

  Μνημόσυνο τελεῖτε πάντοτε μέ Θεία Λειτουργία (τρίτα-ἔννατα-τεσσαρακονθήμερα-ἐξάμηνα-ἐνιαύσια-τρίχρονα). Χωρίς τήν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας δέν νοεῖται μνημόσυνο. Ἄλλο πράγμα τό «Τρισάγιο», πού γίνεται ἀνα πᾶσα ὥρα καί στιγμή καί ἄλλο τό Ἱερό Μνημόσυνο.

  Ἡ τέλεση καί τῶν δύο αὐτῶν ἀκολουθιῶν, ἰδιαιτέρως δε τοῦ μνημοσύνου δίνει μεγάλη παρηγορία καί ἐνίσχυση στόν πενθοῦντα ἄνθρωπο. Διότι τά μνημόσυνα γίνονται πρῶτα γιά τούς ζῶντες καί ὕστερα γιά τούς κεκοιμμένους.  

  Πόσο ἄσχημο, ἀλλά καί ἁμαρτία εἶναι νά ξεχνοῦμε τούς δικούς μας ἀνθρώπους καί νά μήν τελοῦμε μνημόσυνο ὑπέρ αὐτῶν. Βλέπουμε δυστυχῶς, ὅτι ἔγινε συνήθεια στούς Χριστιανούς, μετά τά ἐτήσια μνημόσυνα νά σταματοῦν πλέον τήν τέλεση μνημοσύνων, ἐνώ κάθέ χρόνο πρέπει νά γίνεται τό καθιερωμένο μνημόσυνο.

  Ἠ χλιαρότητα καί ἡ ψυχρότητα τῆς πίστεῶς, κληρικῶν καί λαϊκῶν εἶναί ὁ λόγος αὐτῆς τῆς πραγματικότητος. Ὅμως, ὅπως ἀναφέραμε τά Ἱερά Μνημόσυνα ὡφελοῦν πρῶτα τούς ζῶντες.

  Πόση ἐλπίδα παίρνει ὁ ἄνθρωπος ἀπό τό νόημα τῶν κολλύβων. Συμβολίζουν τήν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασι τῶν σωμάτων. Μᾶς ὑπενθυμίζουν ὅτι καί ὁ ἄνθρωπος εἶναι σπόρος, ὁ ὁποῖος κατά τόν θάνατό του, θάπτεται στήν γῆ ὅπως τό σιτάρι. Τό σπέρμα αὐτό θά ἀναστηθεῖ πάλι μέ τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ.

  Ὁ Ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης γράφει, πως ὁ ἴδιος ὁ Κύριος παρωμοίασε τό Σῶμα Του καί τήν ἐκ νεκρῶν Ἀνάστασή Του λέγοντας, «Ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ σᾶς λέγω, ἐὰν τὸ μικρὸ σπυρὶ τοῦ σιταριοῦ δὲν πέσῃ εἰς τὴν γῆν καὶ δὲν σαπίσῃ μέσα εἰς τὸ χῶμα, μένει μοναχό του καὶ δὲν πολλαπλασιάζεται. Ἐὰν ὅμως διὰ τῆς σπορᾶς του εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ καὶ ταφῇ, βγάζει πολὺν καρπόν. Ἔτσι καὶ ἐγὼ ἐὰν ἀποθάνω, καθὼς ὁ Πατήρ μου ὥρισε, θὰ καρποφορήσω τὴν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους». (Ἰωάν. 12,24).[11]


     ε) Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν.

  Ἡ παρηγορία ἑνός ἀνθρώπου στό πένθος, σίγουρα πρέπει νά στηρίζεται στήν Ἀνάσταση. Θά ἀναστηθοῦν οἱ νεκροί, καί αὐτό τό πιστεύουμε α) ἀπό τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστου μας, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων. Καρπός αὐτῆς τῆς Ἀναστάσεως θά εἶναι καί ἡ καθολική ἀνάσταση τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων. β) Ἀφοῦ καταργήθηκε τό μεῖζον, δηλαδή ἡ ἁμαρτία μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, δέν πρέπει νά ἀμφιβάλλουμε καθόλου καί περί τοῦ ἐλάττονος, δηλαδή περί τῆς καταργήσεως τοῦ θανάτου τῶν σωμάτων.[12] γ) Τίποτε δέν εἶναι ἀδύνατο γιά τόν Θεό, πόσο μᾶλλον ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν. Ἐκεῖνος, ὁ Ὁποῖος μέ μόνη τήν θέληση καί τόν λόγο του συνέστησε ἐκ τοῦ μη ὄντος τίς Ἀσώματες Δυνάμεις τῶν Ἁγίων Ἀγγἐλων καί οὐρανόν καί γῆν καί θάλασσαν καί ὅλη τήν ὁρατή καί ἀόρατο κτίσι, δύναται πολύ εὐκολώτερα μέ μόνον τόν λόγο νά ἀναστήσει, ὅπως ὁ ἴδιος γνωρίζει, καί νά ἀναπλάσει τά σώματα τῶν νεκρῶν. [13]


     στ) Ἐπίλογος

  «Ἔσχατος ἐχθρός καταργεῖται ὁ θάνατος» (Ἀ Κορ. 15,26). Ὁ θάνατος πάντα, καί γιά ὅλους τούς λαούς ἦταν καί εἶναι κάτι τό μη ἀποδεκτό. Ὁ θάνατος συνδεδεμένος μέ τό πένθος, ὡς συνέπεια αὐτοῦ, εἶναι ὅμως καί μία πραγματικότητα. Δέν μποροῦμε νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τό πένθος, κάθε ἄλλο, ἀφοῦ θά λέγαμε λειτουργεῖ καί ὡς θεραπευτικό μέσο καί γιά τήν ψυχή καί γιά τό σῶμα. Μέσα ἀπό τήν πίστη, ὅμως στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας, μποροῦμε αὐτό τό πένθος νά τό μετατρέψουμε, μέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ, σέ χαροποιό πένθος καί σέ χαρμολύπη.

  Ποῦ σοῦ θάνατε τό κέντρον; Ποῦ σοῦ Ἅδη τό νῖκος; [14] Ὅλα ὁ Χριστός μας, τά ἀνακαίνισε. Ὁ θάνατος δέν εἶναι πλέον θάνατος. Ὁ θάνατος ἀκτινοβολεῖ αἰωνιότητα καί ἀθανασία. Ὁ θάνατος δέν εἶναι πλέον ρήξη, ἀλλά ἔνωση. Δέν εἶναι λύπη, ἀλλά χαρά. Δέν εἶναι ἧττα, ἀλλά νίκη. [15] «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τέ καί γῆ καί τά καταχθόνια».

 



[1] ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εἰς Ἀ κορ.

[2] Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Εἰς μάρτυρα Ἰουλίττα

ii Σοφ. Σειρ. 38, 18-21

[4]  ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Ἐπιστ. 197

[5]  Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Ἐπιστ. 302, Προς τήν ὁμόζυγον Βρίσωνος παραμυθητική

[6]  ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Είς νεωτέραν χηρεύσασαν

[7]  Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Ἐπιστ. 300, Πρός πατέρα Σχολαστικοῦ παραμυθητική

[8]  ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εἰς Ἀ Κορ.

[9]  Ἀρχιμ. ΦΙΛΟΘΕΟΥ ΦΑΡΟΥ, Ἡ Ὀρθοδοξία σαν πολιτιστική ἔκφραση

[10]  ΣΥΜ. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, Περί τοῦ τέλους ἡμῶν

[11]  ΣΥΜ. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. Περί τοῦ τέλους ἡμῶν

[12]  ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Κατά μεθυόντων

[13]  ΑΝΑΣΤ. ΣΙΝΑΪΤΟΥ, Ὁδηγός, Ἐρωταπ. Ϟβ’

[14]  ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Κατηχητικός Λόγος

[15] ΑΛΕΞ. ΣΜΕΜΑΝ, Ἔσχατος έχθρός καταργεῖται ὁ θάνατος